Μέσα στον ορυμαγδό της εγχώριας και διεθνούς ειδησεογραφίας πέρασε στα ψιλά. Ο θάνατος πριν από λίγες ημέρες του 81χρονου Γουίνστον Μόουζλι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Clinton Correctional Facility, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, στα σύνορα με τον Καναδά, δεν πολυαπασχόλησε τον ξένο Τύπο. Ενα κάθαρμα λιγότερο –που θα ψηθεί, θα βραστεί ή θα προτηγανιστεί στα καζάνια της Κόλασης –ήταν η πρώτη, «ανθρώπινη» αντίδραση για το επίγειο τέλος ενός εκ των μακροβιότερων τροφίμων (52 χρόνια είναι αυτά) των αμερικανικών φυλακών. Και όμως, ο Μόουζλι, ο οποίος στις 13 Μαρτίου του 1964 δολοφόνησε την 28χρονη Κάθριν («Κίτι») Τζενοβέζε (φωτό) ενώ επέστρεφε στο σπίτι της σε έναν σκοτεινό δρόμο του Κουίνς, παραμένει, μισό αιώνα μετά, αδιαμφισβήτητoς celebrity στους ομιχλώδεις διαδρόμους της κοινωνικής ψυχολογίας.
Εκείνη τη χρονιά έλαβαν χώρα 636 δολοφονίες στη Νέα Υόρκη. Αυτή, όμως, είχε κάτι το ιδιαίτερο. Διότι οι πολυάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες, όλοι ένοικοι των γύρω πολυκατοικιών, άκουσαν τις κραυγές απόγνωσης της κοπέλας («Θεέ μου, με μαχαίρωσε! Βοήθεια! Βοήθεια!») αλλά ποσώς ενδιαφέρθηκαν. Οπως θα γράψουν δύο εβδομάδες αργότερα στο πρωτοσέλιδό τους οι «Νew York Times»: «Για περισσότερο από μισή ώρα, 38 αξιοσέβαστοι, νομοταγείς πολίτες παρακολουθούσαν έναν δολοφόνο να καταδιώκει και να μαχαιρώνει μια γυναίκα σε τρεις ξεχωριστές επιθέσεις στη συνοικία Κew Gardens… Δύο φορές οι φωνές τους αλλά και τα φώτα που άναβαν απότομα στα σπίτια τους τον διέκοψαν (σ.σ.: τον Μόουζλι) και παραλίγο να τον αποτρέψουν. Κάθε φορά, όμως, επέστρεφε, την κυνηγούσε και τη μαχαίρωνε ξανά και ξανά. Ούτε ένας δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία καθ’ όλη τη διάρκεια της επίθεσης. Μόνο ένας μάρτυρας τηλεφώνησε όταν πια η γυναίκα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή».

Ο μαρτυρικός θάνατος της «Κίτι» (αφού τη μαχαίρωσε 17 φορές, τη βίασε ενώ κειτόταν αιμόφυρτη) συντάραξε την αμερικανική κοινή γνώμη. Η αστυνομία περισυνέλεξε μουδιασμένη τις καταθέσεις των γειτόνων που είχαν στη διάθεσή τους περί τα 35 λεπτά να επέμβουν ή να ειδοποιήσουν τις Αρχές. «Ακουσα τρεις φορές μια κραυγή για βοήθεια. Είδα μια κοπέλα ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο και έναν άνδρα σκυμμένο από πάνω της να τη χτυπάει». «Για να πούμε την αλήθεια, φοβόμασταν». «Προσπάθησα… Πραγματικά προσπάθησα, αλλά μου είχε κοπεί η ανάσα και δεν μπορούσα να μιλήσω στο τηλέφωνο». «Ημουν κουρασμένος. Γύρισα στο κρεβάτι μου». «Πήγαμε με τη γυναίκα μου στο παράθυρο να δούμε τι συμβαίνει, αλλά το φως στην κρεβατοκάμαρά μας μάς εμπόδιζε να δούμε καλύτερα». Η πιο συγκλονιστική όλων, βέβαια, ήταν ενός άνδρα που απλώς είπε: «Δεν ήθελα να ανακατευτώ».
Η αιματοβαμμένη ιστορία της «Κίτι» εξελίχθηκε σε αμερικανική ψύχωση, ανυψώθηκε σε διαχρονικό σύμβολο της «αστικής απάθειας» απέναντι στα εκκωφαντικά ειδεχθή εγκλήματα. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, μισό αιώνα αργότερα, εξακολουθεί να στοιχειώνει βιβλία, ταινίες, συμπεριφοριστικές σπουδές, ψυχιατρικούς και νομικούς κύκλους κ.ο.κ. Από πολύ νωρίς, πάντως, δύο καπάτσοι κοινωνικοί ψυχολόγοι, ο Μπιμπ Λατανέ και ο Τζον Ντάρλεϊ, εμφύσησαν ζωή στη θεωρία του «συνδρόμου του θεατή» (the bystander effect), γνωστού και ως «σύνδρομο Τζενοβέζε». Με απλά λόγια, όσο περισσότεροι οι μάρτυρες ενός εγκλήματος ή ατυχήματος, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες κάποιος από αυτούς να επέμβει («διάχυση της ευθύνης»).
Λέγεται ότι ο Γουίνστον Μόουζλι δεν ήταν ένας συνηθισμένος δολοφόνος. Γλυκομίλητος, ευφυής, με λευκό ποινικό μητρώο, πατέρας δύο παιδιών, χειριστής μηχανημάτων, πτυχιούχος Κοινωνιολογίας κ.ο.κ. Οι απαθείς μάρτυρες του εγκλήματος του Μόουζλι, όμως, ήταν απόλυτα συνηθισμένοι. Κοιτάξτε γύρω σας. Μέσα σε τόσο πόνο, κραυγές και ξεβρασμένα πτώματα παιδιών στο Αιγαίο, οι περισσότεροι ρίχνουν καμιά κλεφτή ματιά από τα παντζούρια τους και πάνε για ύπνο. Αντί να ανάβουν –όπως θα έλεγε ο σερ Εντουαρντ Γκρέι –«τα φώτα σβήνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ