Σημείωση από το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη: «Αλεξάνδρεια, 10 Ιουνίου 1941 –Το πρωί διάλεξη στα μεγάλα παιδιά του Ελληνικού Γυμνασίου για τον Αντωνίου και τον Ελύτη. Μας σταματούσαν κάθε τόσο οι συναγερμοί. Την ετοίμασα τις τρεις τελευταίες νύχτες. Μου την είχε ζητήσει ο Γυμνασιάρχης κ. Φτυαράς. Δέχτηκα να την κάνω: ήταν ένα ξέσπασμα φιλίας· και γιατί θα μιλούσα μόνο σε παιδιά». Η διάλεξη βρίσκεται στον πρώτο τόμο των «Δοκιμών». Οταν παλαιότερα τον είχα ξεφυλλίσει, μαθητής λυκείου ήμουν, την είχα προσπεράσει αδιάφορα. Δεν είχε φτάσει η στιγμή. Εφτασε τώρα, που κάτι με σπρώχνει να ξαναδιαβάσω τους μεγάλους έλληνες ποιητές.
Οι «Δοκιμές» βρέθηκαν σκονισμένες από την επί σειρά ετών εγκατάλειψή τους στα ράφια μιας βιβλιοθήκης. Αρχισα να τις ξεφυλλίζω απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου χαρτιού. Με το δωμάτιό μου να αποκτά τα μαγικά χαρακτηριστικά που έχουν κάτι υποφωτισμένα, υπόγεια βιβλιοπωλεία. Θυμήθηκα το υπόγειο της Δωδώνης στην Ασκληπιού. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι –δεν υπάρχουν πια. Αλλά και το παλιό βιβλιοπωλείο της Εστίας –από αυτό έχω θολές εικόνες, ήμουν μικρός.
Διαβάζοντας, με προσοχή αυτή τη φορά, την ομιλία του Σεφέρη, πάντρεψα τις δικές μου αναμνήσεις με την ανάμνηση της συνάντησης του ποιητή με τους μαθητές. Είδα εκείνα τα παιδιά να τον ακούν (χωρίς, υποθέτω, να έχουν επίγνωση της τεράστιας τύχης τους) ενώ έξω ηχούσαν οι σειρήνες. Μέσα στο σκηνικό του πολέμου ο Σεφέρης προσέφερε τη γλώσσα την ελληνική ως αντίδοτο στην ασχήμια και τον φόβο: «Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Ομηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδάμε με την ίδια γλώσσα. Και αυτό δεν σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από εσάς. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας».
Ο ίδιος πρότεινε ως εργαλείο για το σκάψιμο τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Και επισήμαινε: «Οσες φορές κοιτάξουμε με προσοχή και με αγάπη και την πιο μικρή ελληνική λεπτομέρεια, βρισκόμαστε πάντα στην καρδιά της μεγάλης ελληνικής ζωής. Τόσο μεγάλη είναι η συνοχή της και η ενότητά της». Ωραία λόγια. Σκέψεις που σε κάνουν να ελπίζεις. Αναρωτήθηκα, όμως, αν θα έλεγε τα ίδια και σήμερα, έχοντας ζήσει (και) την παρακμή που βιώνουμε τα πέντε τελευταία χρόνια. Θα είχε το θάρρος να μιλήσει ή κουρασμένος θα είχε σιωπήσει, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι γνωρίζοντας πως θα λοιδορηθούν αν τολμήσουν να αρθρώσουν λόγο;
Δύσκολοι καιροί για ποιητές. Ομως, «Να γιατί γράφω» εξηγεί ο φίλος και ομότεχνος του Σεφέρη Οδυσσέας Ελύτης, «γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος». Κάπως έτσι, να γιατί ξαναδιαβάζω κι εγώ τους ποιητές. Ανατρέχοντας στα ξεχασμένα, εδώ και δεκαετίες, στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, έργα τους, ξαναβρίσκω την επαφή μου με τη γλώσσα την ελληνική, κατανοώ και επανεκτιμώ αυτό που λένε ελληνικότητα. Ετούτη τη διόλου περίεργη, τελικά, εσωτερική ανάγκη ικανοποιώ: Δεν ξορκίζω, φυσικά, τον θάνατο (των αξιών, της αξιοπρέπειας, της ανθρωπιάς) που με περιτριγυρίζει, αλλά τουλάχιστον επανεκτιμώ την «καρδιά της μεγάλης ελληνικής ζωής» που, ακόμη και αν σήμερα υπολειτουργεί, εξακολουθεί να χτυπάει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ