Ο τίτλος του μονοτονικού έμεινε για λόγους οικονομίας μισός. Το παραλειπόμενο μισό του αφορά στο ισότιμο χρέος της γραφής. Πρόκειται για δύο ζεύγη, όπου το ένα προϋποθέτει το άλλο, παραπέμποντας συνάμα στη συζυγία γραπτού και προφορικού του λόγου, που δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται σε προβληματικές πολιτικές συνθήκες. Οι οποίες εμφανέστερα αναγνωρίζονται στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας, και πλαγίως εντοπίζονται στην τραγελαφική κυβέρνηση Τσίπρα, όπου γραφή και ανάγνωση, χρέος και δικαίωμα αποσυνδέονται, με αποτέλεσμα το διαζύγιο πολιτικής σκέψης και πολιτικής πράξης, συνεπιφέροντας ένα είδος πολιτικής σχιζοφρένειας. Θα επιμείνω:
Η ανάγνωση προϋποθέτει τη γραφή και η γραφή τον προφορικό λόγο. Και τα δύο μαζί συνιστούν το σύστημα που ονομάζουμε γλώσσα με την ευρύτερη σημασία της λέξης. Προφορικός λόγος και γραφή δεν σχετίζονται μόνον ομαλά και ευθύγραμμα, ο πρώτος ως παραγωγός και η δεύτερη ως προϊόν του. Με την ιστορική εξέλιξη αναπτύχθηκαν μεταξύ τους σχέσεις συναγωνιστικές και ανταγωνιστικές. Συνηθίσαμε έτσι να βλέπουμε τον προφορικό λόγο ως κύριο συντηρητή της παράδοσης και τη γραφή ως μήτρα της νεωτερικής επιστήμης, πέρασμα από τη μυθική σκέψη στον λόγο, λέξη που ο ιδεαλισμός τής έδωσε και οντολογική προτεραιότητα. Αυτά ακούγονται ωραία και καλά, υπερτονίζουν όμως τη θετική μόνον όψη του νομίσματος. Προκύπτουν όμως καθ’ οδόν και εμπλοκές. Περί αυτών εφεξής ο λόγος.
Το μεγαλύτερο ποσοστό πληροφοριών στις μέρες μας εκτελωνίζεται σε τυποποιημένο γραπτό λόγο, ο οποίος, στο μεγαλύτερο ποσοστό του, έγινε ήδη εικονογραφικός. Στην ελληνική αρχαιότητα το γραπτό κείμενο, περιορισμένης έτσι κι αλλιώς κλίμακας, ως υποστήριγμα της προφορικής επικοινωνίας, είχε τη σημασία μουσικής παρτιτούρας. Για να περάσει στον αποδέκτη του απαιτούσε την ακροαματική εκφορά του. Κανείς δεν διάβαζε από μέσα του άρθρωνε ό,τι έβλεπε δυνατά, συντηρώντας έτσι την ακουστική κατά βάση λειτουργία της γλώσσας.
Και άλλως πως: η ανάγνωση για τους αρχαίους της αρχαϊκής και κλασικής εποχής αποτελούσε αποκρυπτογράφηση ενός οπτικού γρίφου. Την αναγωγή του δηλαδή στην ακουστική παράσταση της χαραγμένης λέξης και, πιο πέρα, στην αυτόματη σύνδεσή της με το υποκείμενό της. Ετσι η γραφή κράτησε για μερικούς αιώνες, χαλαρούς έστω, δεσμούς με την προφορική ομιλία, συνυπολογίζοντας ότι η λέξη ανάγνωση σημαίνει αναγνώριση, άλλως πως αναγνωρισμό. Που πάει να πει ότι ο γραπτός και ο προφορικός λόγος στην ελληνική αρχαιότητα στην ουσία συμβάλλονται, εκμαιεύοντας τον διάλογο με τα παρεπόμενά του, που οδήγησαν στην επιστήμη της διαλεκτικής.
Σήμερα, με την αυταρχική εξάπλωση της γραφής, διαβάζοντας γράμματα σχηματίζουμε διατεταγμένες έννοιες, δίχως την παρέμβαση του ακροαματικού λόγου. Τελικώς η γραπτή γλώσσα στις μέρες μας έγινε λίγο-πολύ πίνακας κωφάλαλων σημάτων, με τη λαθραία εξαίρεση της ποίησης. Με τους όρους πάντως αυτούς η ανάγνωση, με την ετυμολογική της σημασία, πέρασε στις μέρες μας στην πιο παθητική της φάση: ο ρόλος του γραφιά μεγάλωσε, του αναγνώστη έγινε εν μέρει υποτελής, ελάχιστα ελεγκτικός, και κυρίως καταναλωτικός, που ευνοεί την άμεση, ή την έμμεση, καταπίεση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ανάγνωση, ασκώντας το νόμιμο δικαίωμά της, πήρε θέση γέφυρας ανάμεσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο. Συνάμα έγινε κλειδί για την απομυθοποίηση της γραφής, μετρητής της υπερτροφίας και της παραχάραξής της.
Φυσικά η σχέση γραφής και ανάγνωσης δεν είναι τόσο ετεροβαρής όσο σχηματικά και αφοριστικά την περιέγραψα. Κάποτε ασκείται και αντίστροφα: η ρωμαλέα γραφή (λογοτεχνική, επιστημονική και πληροφορική) δοκιμάζει την αναγνωριστική ικανότητά μας και συνάμα αντιστέκεται στα συμπτώματα της ψευδεπίγραφης γραφής. Πέρα πάντως από τα αμοιβαία δάνεια, τις αναλογίες και τις ομοιότητες γραπτού και προφορικού λόγου, οι δύο αυτές μορφές της έναρθρης γλώσσας κρατούν και σήμερα ακόμη μερικές από τις ριζικές και ωφέλιμες διαφορές τους.
Ο προφορικός λόγος (ως όργανο καθημερινής ομιλίας και ζωντανού διαλόγου) παραμένει κατά κανόνα περιστατικός και αφιλόδοξος. Δέχεται να αναλωθεί στα χρονικά όρια της εκφοράς του και ανταποκρίνεται στην αντοχή της καθημερινής μνήμης. Είναι επομένως σύμμετρος με τη βιολογική κλίμακα του χρόνου και τους φυσικούς ορισμούς και περιορισμούς του χώρου. Αντίθετα, η γραφή στις παθολογικές της υπερβολές εξογκώνει την περιστατική πληροφορία και τη μετατρέπει σε εκβιαστική εντολή.
Αν ο προφορικός λόγος συντηρεί ακόμη τη σχέση του ανθρώπου με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, με την οποία κατά κανόνα και συγχρονίζεται, η γραφή συχνά ολισθαίνει στον πειρασμό της άμετρης διάρκειας. Ο προφορικός λόγος παραμένει εν μέρει αταξικός, η γραφή υπόκειται στις αρχές της ιδιοκτησίας, και σε κάποιον βαθμό κεφαλαιοποιεί την καθιερωμένη γνώση.
Αυτά προς το παρόν, με την επιφύλαξη της εγκυρότητάς τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ