Τα µάθατε τα νέα; Πάει το σκυλί της κυρα-Μαγδάλως. Της το φάγανε οι πρόσφυγες. Ράτσα ήτανε, σαν τη Λάσυ, το σφάξανε και το βάλανε σε ταψί με πατατούλες και ρίγανη. Το σφάξανε το ζωντανό και το πήγανε στον φούρναρη. Δεν το ξέρατε; Τρώνε σκυλιά στην Αφγανία.
Το άλλο το μάθατε; Πήγε μια Σύρα να γεννήσει και λέει του γιατρού «Κατέβασε το εικόνισμα της Παναγίας, να μην το δει το παιδί μου που θα γεννηθεί». Την κατέβασε ο γιατρός και η Γλυκοφιλούσα έκανε το θαύμα της. Το παιδί γεννήθηκε τυφλό.
Τέτοιες ανοησίες διακινούνται ως ειδήσεις σε διάφορες ιστοσελίδες. Η τεχνολογία στην υπηρεσία των πιο ταπεινών κινήτρων, των πιο σκοτεινών επιδιώξεων. Κάτι τέτοια αφηγήματα ανασύρονται κατά καιρούς και δημοσιεύονται εκ νέου για να δώσουν μια κατεύθυνση στην επικαιρότητα. Τα σκυλιά ως έδεσμα είναι παλαιά ιστορία, λιγάκι αφηρημένη. Κάπου στην Πάτρα εκτυλίσσεται, αφηρημένα, και προσαρμόζεται ανάλογα με την εποχή. Τη μία χρονιά αφορά τους διαβιούντες στο λιμάνι, την επόμενη κάποιους εργαζομένους σε φάμπρικα, τώρα ταιριάζει μια χαρά με τους πρόσφυγες.
Δεν µπορούµε να ξέρουµε ποιος διακινεί αυτά τα σενάρια που υποκινούν το μίσος, δεν μπορούμε καν να υποθέσουμε τι εξυπηρετούν. Αναπαράγονται όμως σωρηδόν, από τα ρυπαρά ιστολόγια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας κύκλους γύρω από την επικαιρότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν εκπλήσσουν ούτε οι αντιδράσεις από πολιτικά πρόσωπα. Ο Αδωνις Γεωργιάδης πρόσφατα σχολίασε μια ψεύτικη είδηση, σύμφωνα με την οποία πρόσφυγες κατέβασαν από το Κλειστό Γυμναστήριο της Ελευθερούπολης εικόνισμα της Παναγίας. Ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τουίταρε: «Ισλαμική αθλιότητα στη Β. Ελλάδα, ΜΗΝ τους ανέχεστε! μά είναι δυνατόν να ισχύει;».
Δεν μπορεί να γίνει υποθετική ανάλυση δυνητικών κινήτρων για τη διασπορά τέτοιων ανυπόστατων αφηγήσεων. Ούτε μπορούμε να περιμένουμε τον νόμο Μπαμπούλα που θα ελέγχει και θα διώκει την ελεύθερη έκφραση στο Διαδίκτυο. Αλλωστε τα όρια ανάμεσα στη διακίνηση της βλακείας, της συκοφαντίας και της άσκησης κριτικής είναι σαφή. Το παραμύθι με τον σκύλο στο ταψί είναι παραμύθι και ο μόνος τρόπος περιορισμού είναι η αυτορρύθμιση. Να μην αναπαράγουμε το ρατσιστικό μίσος και αναληθή περιστατικά. Να μη συμβάλλουμε στη διάδοσή τους. Να μην τα μοιραζόμαστε για πλάκα.
Κάπου εδώ µπαίνει μια άλλη παράμετρος στον προβληματισμό. Αφορά την εσκεμμένη κατάταξη πληροφοριών στην κατηγορία των ψευδών αφηγήσεων. Αν κάποιος, για παράδειγμα, αναφερθεί σε πληροφορία όπως «τόσοι πρόσφυγες εντοπίστηκαν με μαχαίρι στον καταυλισμό», αμέσως κινδυνεύει να μπει σε λίστα με ονόματα ρατσιστών. Αν κάποιος εκφράσει αντιρρήσεις για το κατ’ εξοχήν σύμβολο της πατριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης, τη μαντίλα, αμέσως χαρακτηρίζεται ισλαμοφασίστας και τσουβαλιάζεται με τους μυθομανείς. Κάθε φράση που δεν είναι εκθειαστική, θεωρείται ρατσιστική.
Από αυτές τις πρακτικές, δηλαδή από τη διασπορά φοβικών ειδήσεων και από τον άδικο χαρακτηρισμό του ρατσιστή (πρακτικές που εφαρμόζονται από την άκρα Δεξιά και την άκρα Αριστερά), ζημιώνεται πρωτίστως η ικανότητα ανάλυσης. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ψεύδη, εντυπώσεις και ιδεοληψίες και καταλήγει σε τοίχο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κόμματα δεν συμφωνούν ούτε στα βασικά για το προσφυγικό. Ο καλλιεργημένος φόβος και η επιπόλαιη ανοχή αρχικά συγκρούονται και κατόπιν συγχέονται σε έναν πολιτικό πολτό.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα δούμε κάπου την είδηση ότι η Λάσυ έγινε παϊδάκια στον φούρνο από μουσουλμάνους κατακτητές, θα πρέπει να επιμείνουμε στα βασικά χαρακτηριστικά: ποιος, πού, πότε. Στην περίπτωση που θέλουμε να περιγράψουμε μια κατάσταση η οποία χαλάει την πεποίθηση «όλοι οι αλλοδαποί είναι άγγελοι», πάλι με τα ίδια εργαλεία: ποιος, πού, πότε. Ολα τα άλλα, τα γενικόλογα, είναι εκθέσεις ιδεών για παιδάκια.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ