Σήμερα η Ελλάδα δεν έχει ένα αλλά δύο προσφυγικά προβλήματα. Το πρώτο είναι η εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας. Το δεύτερο αφορά το μέλλον των εγκλωβισμένων στη χώρα που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις της Συμφωνίας, διότι εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος πριν αυτή τεθεί σε ισχύ. Οι δύο δεξαμενές προβλημάτων διογκώνονται συγκοινωνώντας μέσω εκείνων που έχουν μπει (και θα συνεχίσουν να μπαίνουν) στην Ελλάδα μετά την έναρξη της Συμφωνίας, χωρίς τελικώς να επιστρέφουν στην Τουρκία.
Τι κάνουμε με τη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας;


Η εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας από την Ελλάδα έχει δύο επί μέρους αυτοτελή θέματα. Το πρώτο είναι ότι για να τεθεί σε εφαρμογή χρειάζεται η Ελλάδα να επιστρέφει κόσμο στην Τουρκία σε σημαντικούς αριθμούς. Ειδάλλως το όλο οικοδόμημα της Συμφωνίας γκρεμίζεται. Αυτό θα μπορούσε να ήταν ως και σύννομο εφόσον μιλούσαμε για μια απλή μεταναστευτική ροή. Ομως η ροή είναι κατά μείζονα λόγο προσφυγική και αυτό δεν προκύπτει μόνο από τις ιθαγένειες των ανθρώπων (Σύροι, Ιρακινοί, Αφγανοί κατά 90%), αλλά και από τη σύνθεση του πληθυσμού: 4 στους 10 είναι παιδιά και 2 στους 10 γυναίκες. Αυτός ο κόσμος διώκεται. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά δεν παίρνουν μαζί την οικογένειά τους αλλά προπορεύονται και, όταν πλέον εγκατασταθούν, παλεύουν να φέρουν τις οικογένειες.
Πώς λοιπόν γίνεται να επιστρέφουν οι παραπάνω στην Τουρκία; Είτε εμποδίζοντάς τους την πρόσβαση στο αίτημα ασύλου είτε με νομιμοφανή –πλην όμως προσχηματική –εξέταση του αιτήματος αυτού. Εδώ ξεκινάει η διαβόητη συζήτηση περί της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας». Θα ήταν πανωλεθρία να αναγνωριστεί νομικά από την Ελλάδα η Τουρκία ως ασφαλής χώρα (αφού απαγορεύει το αίτημα ασύλου όλων αυτών) και ευτυχώς αυτό δεν έγινε. Ωστόσο, για να τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέφει στην Τουρκία μαζικά ανθρώπους. Αυτό αναπόδραστα συνιστά ανατροπή του προσφυγικού δικαίου, και μάλιστα με φυσικό αυτουργό το κράτος που ως πρόσφατα εγκαλούσε τους υπόλοιπους Ευρωπαίους για την υποκρισία τους. Η ΕΕ βρήκε στον αμέριμνο ανθρωπιστή, τον άνθρωπο για τη βρώμικη δουλειά. Πολύ δυσάρεστο.
Ας υποθέσουμε ωστόσο, για την οικονομία της συζήτησης και μόνον, ότι η Συμφωνία δεν έχει νομικά προβλήματα. Μπορεί η ελληνική διοίκηση (και η τουρκική παρεμπιπτόντως) να «σηκώσει» την εφαρμογή της; Η απάντηση είναι ότι ακόμη και το καλύτερο να συμβεί, οι δομές υποδοχής που διαθέτει η Ελλάδα δεν είναι δυνατό να μεταμορφωθούν ως διά μαγείας ώστε να μπορούν να κάνουν τη δουλειά (καταγραφής, ταυτοποίησης, ασύλου και λοιπά) που πρέπει μέσα σε τόσο στενά χρονικά περιθώρια. Μιλάμε για μια χώρα (την Ελλάδα) που έχει ουρά αιτημάτων ασύλου από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ας μη γελιόμαστε: η εφαρμογή της Συμφωνίας είναι mission impossible για μια διοίκηση όπως η ελληνική το 2016, ό,τι βοήθειες και να πάρει.
Το πρόβλημα ωστόσο δεν εξαντλείται ούτε στα αξιακά ούτε στα επιχειρησιακά του πλαίσια. Η προδικασμένη αποτυχία του ελληνικού κράτους να μπορέσει να εφαρμόσει αυτά που συμφώνησε θα εντείνει το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα για την Ελλάδα εντός της ΕΕ, καθώς η χώρα θα εγκαλείται εκ νέου πως δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα εν όψει μάλιστα κρίσιμων αποφάσεων για το Σένγκεν μετά τις 12 Μάη. Για αυτούς τους λόγους, η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για την Ελλάδα αποτελεί την επιτομή του «ενός κακού μύρια έπονται». Επειγόντως, η πολιτική ηγεσία της χώρας καλείται να αποδείξει εντός ΕΕ ότι είναι λάθος στη βάση της. Για να είμαστε όμως στοιχειωδώς πειστικοί σε αυτό, πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με το άλλο προσφυγικό πρόβλημά μας.
Τι κάνουμε με τους εγκλωβισμένους;


Το δεύτερο πρόβλημα είναι οι περίπου 50.000 εγκλωβισμένοι στην επικράτεια. Από τη στιγμή που έκλεισε ο βαλκανικός διάδρομος, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ελπίδα να φύγουν, τουλάχιστον στο προβλέψιμο μέλλον. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα πράγματα δείχνουν να έχουν πάρει δυσάρεστη ως και επικίνδυνη τροπή στα βασικά σημεία συγκέντρωσής τους στην επικράτεια, δηλαδή στο λιμάνι του Πειραιά και στον καταυλισμό της Ειδομένης, αλλά και στα νησιά.
Οι πρόσφυγες, υπό το καθεστώς της ματαίωσης της προσδοκίας να φύγουν από την Ελλάδα, αγανακτούν, απειθαρχούν και εξεγείρονται. Γι’ αυτό και το μήνυμα που πρέπει απερίφραστα να λάβουν από το κράτος συνοψίζεται στο ότι παρά το γεγονός πως η Ελλάδα περνάει δύσκολες στιγμές θα κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά. Να πει το κράτος δηλαδή πως «τον Σεπτέμβρη θέλουμε τα παιδιά σας να πουν «καλή χρονιά» στο σχολείο». Αυτό όμως σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να σταματήσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του αποκλειστικά ως transit και να καταλάβει ότι έγινε προορισμός, έστω κι από «ατύχημα». Από την άλλη, πρέπει και οι άνθρωποι αυτοί να λειτουργήσουν ως πληθυσμός μιας πολιτείας με κανόνες και να χωνέψουν ότι το ταξίδι για την Ευρώπη έληξε εδώ. Η παράταση της αβεβαιότητας και τα μισόλογα για τους «κακούς Ευρωπαίους που κλείσανε τα σύνορα» είναι συνταγή αστάθειας και υπαινιγμός ψεύτικης προσδοκίας. Η αλήθεια είναι η μόνη έντιμη και ανθεκτική λύση.
Οπως λοιπόν η Ελλάδα οφείλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αυτοί δεν θα φύγουν, έτσι πρέπει και οι ίδιοι. Δύσκολο, αλλά εφικτό. Κι ας το σκεφτούμε: σε μερικά χρόνια από τώρα, κάτι καλό θα έχει φυτρώσει σε αυτή τη χώρα από τον προσφυγικό σπόρο. Μεσοπρόθεσμα, μια πολιτική ανάληψης της ευθύνης μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα να πείσει ότι η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας δεν μπορεί ούτε πρέπει να περπατήσει. Μακροπρόθεσμα, ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά μονόδρομος. Υπό την έννοια αυτή, περισσότερο από ποτέ με το Προσφυγικό, χρειάζεται καταλλαγή και ψυχραιμία. Καταλλαγή και ψυχραιμία, όχι όμως ως συνώνυμα της διοικητικής άπνοιας και της πολιτικής αμεριμνησίας αλλά ως συνέπειες της επίγνωσης των δύσκολων στιγμών.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ