Πριν από περίπου εξήντα χρόνια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναλάβει πρόσφατα πρωθυπουργός, μετά τον θάνατο του Παπάγου. Οχι επειδή τον προτιμούσε το Παλάτι, όπως βολεύει τον «αστικό μύθο» του αντιδεξισμού και του ψευδεπίγραφου προοδευτισμού. O Καραμανλής ποτέ δεν απέκτησε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Θρόνο. Αλλοι ήταν τότε οι εκλεκτοί των Ανακτόρων. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος πρωτίστως, αλλά και ο Γεώργιος Παπανδρέου δευτερευόντως. Αν κάποιοι διείδαν τις ικανότητες του Καραμανλή, αυτοί ήταν οι Αμερικάνοι, οι οποίοι, ως πρακτικοί άνθρωποι, ήταν σε θέση να διακρίνουν ποιος μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τη βοήθεια που εξακολουθούσαν να στέλνουν, και κυρίως ποιος μπορούσε να πάει τη χώρα δυο βήματα παραπέρα. Ηδη στις αρχές του 1956, ο Καραμανλής θα προχωρήσει σε τρεις σημαντικές πολιτικές κινήσεις:
  • Θα φροντίσει να προκηρυχθούν εκλογές, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να διαθέτει νωπή εντολή. Κάποιοι επιμένουν να θυμίζουν ότι στις εκλογές του 1956 ο συνασπισμός Δημοκρατική Ενωση πήρε περισσότερες ψήφους απ’ ό,τι η νεοϊδρυμένη τότε ΕΡΕ. Αυτό που παραλείπουν είναι ότι η χώρα δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να κυβερνηθεί από τη Δημοκρατική Ενωση, η οποία ήταν απλώς μια ευκαιριακή (πιο ευκαιριακή δεν γίνεται…) σύμπραξη όλων των κομμάτων και κομματιδίων του Κέντρου με την υπό κομμουνιστική καθοδήγηση ΕΔΑ, αλλά και με τα κατάλοιπα του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Ντίνο Τσαλδάρη! Μάλιστα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τη γνωστή του έφεση προς τις ρητορικές κορόνες –φουσκολο(γ)ά τον έλεγε ο Γιάννης Πασαλίδης -, είχε πει τότε για τον Καραμανλή: «Είναι επιβάτης και θα γίνει διαβάτης της εξουσίας». Δεν θα ‘λεγε κανείς ότι έπεσε και ακριβώς «μέσα» στις εκτιμήσεις του…
  • Θα ιδρύσει, ήδη τις πρώτες μέρες του 1956, την Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση (ΕΡΕ). Με άλλα λόγια, αφήνοντας πίσω του ένα ισχυρό brand name εκείνης της εποχής (Συναγερμός), θα ιδρύσει καινούργιο κόμμα, στον τίτλο του οποίου θα περιλαμβάνεται και το επίθετο Ριζοσπαστική. Θα μου πείτε ότι οι λέξεις στους τίτλους των κομμάτων δεν έχουν καμιά σημασία. Εστω και αν κατά βάση αυτό αληθεύει, το γεγονός πως ο Καραμανλής επέλεξε έναν όρο ασυνήθιστο για κόμμα της συντηρητικής παράταξης είχε, κατά τη γνώμη μου, τη μικρή του σημασία.
  • Λίγες μέρες αργότερα θα προσχωρήσουν στην ΕΡΕ τρεις βενιζελικοί πρώην υπουργοί: ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γρηγόρης Κασιμάτης. Τα βενιζελογενή αυτά στελέχη, που από το 1956 θα ακολουθούν πια τον Καραμανλή στην πολιτική του πορεία, θα αναλάβουν επί των ημερών του κορυφαία υπουργεία, δίνοντας μάλιστα τον τόνο σε κρίσιμους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής: ο Τσάτσος στον πολιτισμό με την ευρύτερη έννοια του όρου, ο Αβέρωφ στην εξωτερική πολιτική, ο Παπαληγούρας και ο Μπούτος (κι αυτοί «διευρυνσίες» από το Κέντρο, ήδη από το 1952 ο πρώτος, μετά το 1958 ο δεύτερος) στην οικονομία.
Με το βάθος οπτικού πεδίου που εξασφαλίζει η εκ των υστέρων νηφάλια θεώρηση των γεγονότων, θα έλεγα ότι ο Καραμανλής είχε δύο πολύ χρήσιμα και κρίσιμα, για πολιτικό, προσόντα:
  • Είχε πάντα σχέδιο. Θα έλεγα και «όραμα», αν αυτός ο όρος δεν είχε ευτελιστεί, κυρίως λόγω της κατάχρησής του και κακοποίησής του από την αυτοαποκαλούμενη «αριστερά». Τόσο το 1955-63 όσο και το 1974-80, ήξερε πολύ καλά πού ήθελε να οδηγήσει τη χώρα. Μάλιστα, μετά το 1974, όντας απόλυτα πεισμένος πως το μέλλον μας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή «οικογένεια», αφοσιώθηκε σχεδόν εμμονικά στην επίτευξη αυτού του στόχου.
  • Παρά την ταπεινή του καταγωγή και παρά το ότι πολύ απείχε από το να προέρχεται από πολιτικό τζάκι, ο Καραμανλής χαρακτηριζόταν από εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση και έλλειψη ανασφάλειας. Ας μην ξεχνάμε ότι η «Εστία» τον αποκαλούσε επί χρόνια «ο χωρικός από το Κιούπκιοϊ» και ότι η Ελένη Βλάχου, γνωστή για τους δεσμούς της με τα Ανάκτορα, ποτέ ουσιαστικά «δεν τον πήγε».
Κανέναν φόβο και κανέναν ενδοιασμό δεν είχε, λοιπόν, ο Καραμανλής να διευρύνει το 1956 το κόμμα του με στελέχη που δεν προέρχονταν από την παράταξη στην οποία ο ίδιος είχε ανδρωθεί. Οπως δεν είχε και κανέναν ενδοιασμό, λίγο αργότερα, το 1958, να επανεντάξει στο κόμμα, και μάλιστα αναθέτοντάς τους κρίσιμα υπουργεία, στενούς του συνεργάτες (Ράλλης, Παπαληγούρας) οι οποίοι τον είχαν ανατρέψει λίγο πριν, περίπου «διά ασήμαντον αφορμήν» (ο έντιμος Γιώργος Ράλλης ομολογούσε αργότερα ότι η ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή το 1958 ήταν η μεγαλύτερη «πολιτική ανοησία» που είχε κάνει ποτέ). Η ίδια αυτή τάση αξιοποίησης στελεχών που προέρχονταν από άλλους πολιτικούς χώρους θα χαρακτήριζε, άλλωστε, τον Καραμανλή και κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο (Παπασπύρου, Μητσοτάκης, Θανάσης Κανελλόπουλος, Κοντογιαννόπουλος, κ.ά.).
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Οχι βέβαια για να υμνήσω ή/και να αγιοποιήσω τον Καραμανλή και τις πολιτικές του επιλογές. Αλλωστε, καλώς ή κακώς, δεν τον ψήφισα ποτέ όσο ήταν στον πολιτικό στίβο. Υπάρχουν άλλοι, καλύτεροι γνώστες του βίου και της πολιτείας του απ’ ό,τι εγώ, για να επιχειρήσουν, αν θέλουν, κάτι τέτοιο. Τι με ώθησε λοιπόν να τα θυμίσω, τώρα ειδικά, όλα αυτά; Πρώτον, υπάρχει και σήμερα νέος αρχηγός στην κεντροδεξιά, και μάλιστα (εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον) με ανοιχτό μυαλό, φιλελεύθερες απόψεις, στοιχειωδώς δοκιμασμένα αντιλαϊκιστικά ανακλαστικά. Δεύτερον, εδώ και έναν χρόνο περίπου, η χώρα έχει πέσει στα χέρια ανερμάτιστων δημαγωγών, κυνικών εξουσιολάγνων και παλαιοημερολογιτών της «αριστεράς», και επομένως είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει αξιόπιστη διάδοχη κατάσταση, ικανή –αν μη τι άλλο –να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, όλο και περισσότερο έχω την αίσθηση ότι κάποιοι –και δεν εννοώ μόνον από τον ΣΥΡΙΖΑ –θα έβλεπαν με καλό μάτι μια σύμπραξη, ένα «μπλοκ», που δεν θα απείχε και πάρα πολύ από τη Δημοκρατική Ενωση του 1956. Στο όνομα της «πάλης» κατά του (μηδέποτε υπάρξαντος με πολιτικούς όρους παρ’ ημίν) «νεοφιλελευθερισμού». Α, ναι: και της συσπείρωσης των «προοδευτικών δυνάμεων», βεβαίως, βεβαίως.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ