Λεπτεπίλεπτος δεν υπήρξα ποτέ. Ημουν πάντα αυτό που λένε στο χωριό χοντροκόκαλος. Οταν πήγα στον στρατό, στο Ναυτικό για την ακρίβεια, ήμουν 104 κιλά. Οταν αποφοίτησα από το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων «Μπαλάσκας», στον Σκαραμαγκά, έπειτα από 40 μέρες, ήμουν 98 κιλά. Οταν απολύθηκα ύστερα από διάφορες περιπέτειες σχετικές με τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961 και 27 μήνες θητεία, ήμουν 89 κιλά. Περιττό βάρος άρχισα να παίρνω μετά την εκλογή μου στη Βουλή σε ηλικία 43 ετών. Ξέρω πολύ καλά επομένως πώς γίνεται κανείς υπέρβαρος και πόσο δύσκολο είναι, άμα ξεπεράσεις μερικά όρια, να χάσεις τα περιττά κιλά που έχεις αποκτήσει.
Εχω υποστεί όλη μου τη ζωή και ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο, που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξασφαλίζουν την ανωνυμία του υβριστή, επιθέσεις για δύο κυρίως «ελαττώματά» μου. Το πρώτο αφορά τη δικτατορία που έκανε ο ομώνυμός μου στρατηγός το 1925 για περίπου έναν χρόνο. Βέβαια, πάμε κατευθείαν στον παππού και κανείς δεν αναφέρει ότι ο πατέρας μου, άσος και ήρωας πιλότος καταδιωκτικού αεροπλάνου, πολέμησε με λύσσα τους γερμανούς ναζί και διασώθηκε ως εκ θαύματος.
Ούτε αναφέρει κανείς την πολύ ταπεινότερη συμβολή της μητέρας μου στο ΕΑΜ και συγκεκριμένα στην «Αλληλεγγύη», που έσωσε από την πείνα και τον θάνατο χιλιάδες Ελευσινίους. Κανείς βέβαια από τους οπαδούς του κληρονομικού αταβισμού δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς ήταν δυνατόν να είμαι υπεύθυνος για τις πολιτικές ασυνέπειες των αποφάσεων του παππού μου 13 χρόνια πριν από τη γέννησή μου.
Το άλλο κεφάλαιο κριτικής ήταν ο σωματότυπός μου. Σωρηδόν έπεφταν οι χαρακτηρισμοί παρομοιάζοντάς με με κάποιο ευτραφές ζώο κάθε φορά που αποτολμούσα οποιαδήποτε κριτική του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ ή των προκατόχων του. Πρωταθλητής της κριτικής αυτού του είδους ήταν η εφημερίδα της πεφωτισμένης Αριστεράς «Αυγή». Και βεβαίως αυτό δεν μπορούσε παρά να έχει την έγκριση του τότε διευθυντή της κ. Φίλη. Εχετε δει ποτέ τον κ. Φίλη σε φωτογραφία; Είναι λάθος βέβαια να κάνεις κριτική σε κάποιον με αφορμή τον σωματότυπό του. Ομως το λάθος αποκτά εκ των πραγμάτων κωμική διάσταση όταν είσαι ο Φίλης και αποκαλείς κάποιον άλλον χοντρό.
Τα γράφω όλα αυτά για να κατοχυρώσω ότι δεν έχω καμία πρόθεση συκοφάντησης, τέτοιος είμαι και δεν μπορώ να γίνω διαφορετικός, για όσα θα ακολουθήσουν σχετικά με τον σωματότυπο των αγροτών όπως τους βλέπουμε στις τηλεοράσεις τις 10 τελευταίες ημέρες. Υπάρχουν βέβαια αδρές φυσιογνωμίες που θυμίζουν τη σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο. Μια παρουσιάστρια τηλεόρασης παραλίγο να λιποθυμήσει όταν περιέγραφε λιγωμένη τα ωραία πανύψηλα παιδιά από την Κρήτη. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι τα δύο τρίτα των εκπροσώπων που μιλούν για λογαριασμό του αγροτικού κινήματος είναι υπέρβαροι ή, για να το πούμε πιο τρυφερά, χοντρούληδες, στρουμπουλοί, μπουλούκοι και παχουλούτσικοι.
Για μένα αυτή η εξέλιξη είναι κάτι καινούργιο. Οταν ο έτερος άγνωστος παππούς μου, που ήταν ένας βασιλόφρων αγρότης από τα Δερβενοχώρια, θέριζε το υπέροχο μαυραγάνι, από το οποίο μετά η δωρική αρβανίτισσα γιαγιά μου έφτιαχνε το ψωμί μας και πολλά άλλα ή κλάδευε τις ελιές του εξασφαλίζοντας καλύτερη σοδειά λάδι, κλάρα για τα πρόβατα και τα κατσίκια του και καυσόξυλο για τον επόμενο χειμώνα, εξαντλούσε όλα τα περιττά λίπη του οργανισμού του και τα αναπλήρωνε με φειδώ και μέτρο. Ετσι έκαναν και όλοι οι άλλοι στη γειτονιά. Υπέρβαρος δεν υπήρχε κανείς στην αγροτική Ελευσίνα και είμαστε μόλις 29 χιλιόμετρα από την πλατεία Συντάγματος.
Οι αιτίες αυτής της εξέλιξης μπορεί να είναι τρεις. Η πρώτη είναι ότι η εισαγωγή των τρακτέρ και των άλλων μηχανών μετέτρεψε την καλλιέργεια σε καθιστικό επάγγελμα. Η δεύτερη ότι βελτιώθηκε η διατροφή των αγροτών. Το ψωμί, το σκόρδο και οι ελιές που έπαιρνε μαζί του για να οργώσει ο έτερος παππούς μου έγιναν παριζάκι, εισαγόμενο τυρί, ακόμη και γλυκάκια και βεβαίως παγωμένες μπίρες αντικατέστησαν τη δροσερή στάμνα με το νερό. Η τρίτη αιτία, που αναφέρω με πολλή περίσκεψη, είναι ότι οι αγρότες που βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας είναι στην πραγματικότητα γαιοκτήμονες και τσελιγκάδες.
Αλλοι καλλιεργούν τα χωράφια και φυλάνε τα κοπάδια, κυρίως μετανάστες. Αυτοί οι τελευταίοι έχουν τη δική τους εσωτερική ιεραρχία. Στην κορυφή είναι οι Αλβανοί, που ζουν συνήθως με τις οικογένειές τους. Στον πάτο βρίσκονται οι λαθρομετανάστες από το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν. Δεν ξέρω, λοιπόν, μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε ανάποδα. Να αφήσουμε τους μύθους για την ταλαιπωρία της αγροτικής ζωής και να δούμε πώς έχει εξελιχθεί γενικότερα ο τρόπος ζωής που επιβάλλει η αστικοποίηση στο χωριό και στην αγροτική κωμόπολη και τι μας επιβάλλουν ως αποφάσεις αυτές οι αλλαγές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ