TO BHMA – THE NEW YORK TIMES

του NICHOLAS KRISTOF
Όλοι όσοι εργαζόμαστε στα ΜΜΕ έχουμε επιρρίψει την ευθύνη για την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην δηλητηριώδη χρήση ρατσιστικής ρητορικής από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και μια άλλη δύναμη που ενίσχυσε τον Τραμπ: Εμάς.
Ζήτησα τη γνώμη δημοσιογράφων και ερευνητών και το κύριο (παρότι όχι καθολικό) συμπέρασμα ήταν ότι εμείς, στα Μέσα, τα κάναμε μαντάρα. Η πρώτη μεγάλη αποτυχία μας ήταν το γεγονός ότι η τηλεόραση ειδικά έδωσε στον Τραμπ το μικρόφωνο δίχως να τον ελέγξει ή να εξετάσει το παρελθόν του, στο πλαίσιο μιας άνανδρης συμβίωσης που ενίσχυσε τα ποσοστά και των δύο.
«O Τραμπ δεν είναι απλά ένα χρυσωρυχείο όσον αφορά τα ποσοστά (τηλεθέασης)/ την κυκλοφορία (των εφημερίδων)/ τα κλικ (στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες). Είναι το βασικό κοίτασμα», μου είπε η δημοσιογράφος Αν Κάρι. «Εισήλθε στη σκηνή της εκστρατείας για την προεδρία ακριβώς τη στιγμή που τα Μέσα εμφανίζονται ιδιαίτερα ανασφαλή για το οικονομικό τους μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι τα Μέσα χρειάζονταν τον Τραμπ όπως ένας τοξικομανής χρειάζεται τη δόση του». Η Κάρι δηλώνει πως ντρέπεται από την αδικία που σημειώθηκε εις βάρος άλλων ρεπουμπλικανών υποψήφιων οι οποίοι δεν είχαν τον ίδιο τηλεοπτικό χρόνο.
Μια ανάλυση των Τάιμς αποκάλυψε πως εμείς στα ΜΜΕ δώσαμε στον Τραμπ 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια σε δωρεάν διαφημίσεις, ήτοι 190 φορές περισσότερα χρήματα από όσα δαπάνησε ο ίδιος για διαφημίσεις και κατά πολύ περισσότερα από όσα έλαβε οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος. Όπως το θέτει ο συνάδελφός μου Τζιμ Ρούτενμπεργκ, κάποιοι διαμαρτύρονται πως «το CNN παρέδωσε το πρόγραμμά του στον Τραμπ» και το CNN δεν είναι το μόνο.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί από εμάς τους δημοσιογράφους έχουμε χλευάσει τον Τραμπ, η αλήθεια είναι ότι σε γενικές γραμμές μας ξεγέλασε. Εκμεταλλεύτηκε την τηλεόραση προσφέροντας απαράδεκτες δηλώσεις οι οποίες προσέλκυσαν ακόμη περισσότερες κάμερες και δίχως να αντιμετωπίσει τις κατάλληλες ερωτήσεις από επαρκώς επιφυλακτικούς δημοσιογράφους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να καλύψουμε την τρέλα του Τραμπ αλλά πως έπρεπε να έχουμε παράσχει ένα πλαίσιο με τη μορφή του ελέγχου των γεγονότων και της αυστηρής εξέτασης των πολιτικών προτάσεών του. Ένας υποψήφιος που ισχυρίζεται ότι το επιχειρηματικό του δαιμόνιο θα του επιτρέψει να διοικήσει την Αμερική θα έπρεπε να ελεγχθεί πολύ περισσότερο όσον αφορά τις πτωχεύσεις του και τις μέτριες επενδύσεις του. Φυσικά, όλοι οι πολιτικοί ελίσσονται. Αλλά ποτέ δεν συνάντησα πολιτικό στις ΗΠΑ που να είναι τόσο παραπληροφορημένος, αόριστος, ανώριμος και παραπλανητικός όσο ο Τραμπ.
Η αιτία αυτής της παθητικής στάσης θεωρώ πως έγκειται σε μια δεύτερη αποτυχία: αντιμετωπίσαμε τον Τραμπ ως μια φάρσα και αυτό ήταν λάθος. «Τα Μέσα έκαναν λάθος καλύπτοντας στην αρχή την υποψηφιότητα του Τραμπ ως αστείο ή τηλεοπτική φάρσα», σημειώνει η Ντανιέλε Άλεν, μια πολιτική επιστήμονας από το Χάρβαρντ. «Η επαναλαμβανόμενη χρήση αναφορών στον «Ντόναλντ» από όλες τις πλατφόρμες (ενημέρωσης) ανέπτυξαν τη συζήτηση γύρω από την ειρωνική στοργή για μια διασημότητα και όχι γύρω από τον χαρακτήρα και την πολιτική του».
Εγώ προσωπικά έκανα το λάθος να εκλάβω την υποψηφιότητα του Τραμπ ως τέχνασμα, χλευάζοντας την ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι ο υποψήφιος (των Ρεπουμπλικανών). Λάθος μου.
Αποτύχαμε να πάρουμε στα σοβαρά τον Τραμπ εξαιτίας μιας τρίτης αποτυχίας των Μέσων: είχαμε σε μεγάλο βαθμό άγνοια του πόνου που υφίσταται μεταξύ των Αμερικανών της μεσαίας τάξης και, κατ’ επέκταση, δεν εκτιμήσαμε την απήχηση που είχε το μήνυμά του. «Τα ΜΜΕ έχουν χάσει την επαφή με αυτούς τους Αμερικάνους», σημειώνει η Αν Κάρι.
Ζούμε σε έναν κόσμο της μεσαίας τάξης και δεν καλύπτουμε επαρκώς εκείνο το τμήμα της Αμερικής που αγωνίζεται και βράζει. Σπαταλούμε πάρα πολύ χρόνο μιλώντας σε γερουσιαστές αντί να μιλάμε στους ανέργους.
Δεδομένων όλων αυτών, πρέπει να προσθέσω πως δεν γνωρίζω εάν οι περισσότεροι έλεγχοι (όσον αφορά τις δηλώσεις και το παρελθόν του Τραμπ) θα είχαν κάποια σημασία. Ο Τομ Μπρόκοου του NBC έκανε εξαιρετική δουλειά φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Τραμπ, αλλά δηλώνει πως όταν οι δημοσιογράφοι έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις αναληθείς δηλώσεις του, δεν συνέβη κάτι το σημαντικό. «Οι οπαδοί του θεωρούν λανθασμένες τις ερωτήσεις και όχι τις συχνά ελλιπείς, εσφαλμένες ή αδύναμες απαντήσεις του».
Παρομοίως, ο Μπομπ Σίφερ του CBS μου λέει: «Δεν είμαι σίγουρος πως περισσότεροι έλεγχοι θα άλλαζαν ιδιαίτερα την κατάσταση. Ζούμε σε έναν νέο κόσμο όπου η συμπεριφορά φαίνεται να μετράει περισσότερο από τα γεγονότα».
Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι αποτύχαμε και πως αυτή θα έπρεπε να είναι μια στιγμή για αυτοκριτική στη δημοσιογραφία. Παρότι κάποιοι κάλυψαν (την εκστρατεία του) Τραμπ με εξαιρετικό τρόπο, στο σύνολό μας εμείς στα Μέσα ενισχύσαμε έναν δημαγωγό και απογοητεύσαμε τη χώρα. Ήμασταν σκυλάκια του καναπέ, και όχι φύλακες.