Η Κύπρος είναι η τελευταία χώρα που μετά την Ιρλανδία και την Πορτογαλία βγήκε από το Mνημόνιο, από το καθεστώς δηλαδή της ασφυκτικής εποπτείας από τους θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ενωση, ΕΕ και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο / ΔΝΤ) στο πλαίσιο προγράμματος διάσωσης της οικονομίας μετά από βαθιά κρίση. Ετσι η Ελλάδα παραμένει πλέον ως η μόνη χώρα σε καθεστώς Μνημονίου/προγράμματος, αν και είναι η πρώτη χώρα που το 2010 μπήκε στο εν λόγω καθεστώς. Γιατί; Είναι η Ελλάδα μια ειδική, ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο της ΕΕ; Δυστυχώς φαίνεται ότι είναι. Πέρα από το Μνημόνιο, υπάρχει ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό που «ξεχωρίζει» αρνητικά την Ελλάδα από τις ώριμες χώρες-μέλη της Ενωσης: το χαρακτηριστικό του κομματικού/πελατειακού κράτους. Δεν υπάρχει καμία άλλη προηγμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση όπου η αλλαγή κυβέρνησης να οδηγεί στην αντικατάσταση των διοικήσεων και του στελεχικού δυναμικού σε νοσοκομεία, σε τράπεζες, σε ιδρύματα ερευνών, σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα, στους επιθεωρητές δημόσιας εκπαίδευσης, σε ων ουκ έστι αριθμός οργανισμούς και υπηρεσίες. Τέτοιο φαινόμενο δεν υπάρχει πουθενά. Αυτό συμβαίνει, τουλάχιστον στην έκταση που συμβαίνει, μόνο στην Ελλάδα. Και αυτή την περίοδο με μια υποτίθεται μεταρρυθμιστική κυβέρνηση της Αριστεράς το φαινόμενο έχει προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις που παραπέμπει στις πλέον αρρωστημένες καταστάσεις του 19ου αιώνα, όταν θεμελιώθηκε το διαβόητο πελατειακό κράτος. Εντελώς απροκάλυπτα και απροσχημάτιστα έχουν απομακρυνθεί στελέχη οργανισμών, ακόμη και από τα πλέον ικανά, προκειμένου να τοποθετηθούν ή ορθότερον «να βολευτούν» συγγενείς, φίλοι, κομματικά στελέχη, γενικώς «οι δικοί μας άνθρωποι». Ούτε αρχές διαφάνειας ούτε κανόνες αξιολόγησης ούτε κανένα άλλο ουδέτερο, αντικειμενικό κριτήριο εφαρμόζεται. Η μόνη λογική που φαίνεται να διέπει τη διαδικασία είναι η προσπάθεια να «κατακτηθούν» όλες οι θέσεις κρατικής ή ημικρατικής εξουσίας από στελέχη / οπαδούς / συγγενείς / φίλους ενός συγκεκριμένου κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ) κάτω από το σαθρό ιδεολόγημα ότι η αριστερή διακυβέρνηση θα πρέπει να καταλάβει όλα τα θεσμικά ερείσματα της κρατικής εξουσίας για να μπορέσει τελικά να ασκήσει αποτελεσματική διακυβέρνηση και να εφαρμόσει τις πολιτικές της!
Το παράλληλο επιχείρημα είναι βέβαια ότι αυτά συνέβαιναν και στο παρελθόν από όλα τα κόμματα εξουσίας. Και βεβαίως συνέβαιναν και μεταξύ άλλων γι’ αυτό η Ελλάδα οδηγήθηκε στην περιπέτεια της σημερινής κρίσης. Γιατί για όσους δεν επιχειρούν με θολά επιχειρήματα να ερμηνεύσουν την ελληνική κρίση είτε ως προέκταση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είτε ως παθογενές σύμπτωμα των αδυναμιών και ελλειμμάτων της ευρωζώνης και έτσι να μεταφέρουν «κάπου αλλού» την ευθύνη, η δεινή κρίση της τελευταίας πενταετίας είναι το άμεσο αποτέλεσμα της διαχρονικότητας του πελατειακού συστήματος, της διαφθοράς που εξέθρεψε, της αναποτελεσματικότητας στην οποία οδήγησε τη δημόσια διοίκηση της χώρας, στην ανυπαρξία ουσιαστικά αποτελεσματικών θεσμών, κράτους, διοίκησης (με οριακές εξαιρέσεις). Οθεν το αίτημα για την αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης (που έχει αποτυπωθεί άλλωστε και στο τρέχον Μνημόνιο). Και η αριστερή διακυβέρνηση, αν ήθελε να προβάλει ένα πράγματι εκσυγχρονιστικό, μεταρρυθμιστικό πρόσωπο, θα μπορούσε να αντικαταστήσει όσα στελέχη θεωρούσε ως τοποθετήσεις πελατειακής λογικής των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά μέσα από διαφανείς, ουδέτερες, αδιάβλητες διαδικασίες. Θα μπορούσε λ.χ. να συγκροτήσει μια ανεξάρτητη επιτροπή (τύπου ΑΣΕΠ), να αξιολογήσει περιπτώσεις και να κρίνει βιογραφικά. Αυτό θα αποτελούσε τομή στην πελατειακή παράδοση της διαφθοράς. Και θα αποτελέσει γνήσια και αναγκαία μεταρρύθμιση αν στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση προβλεφθεί ρύθμιση που τελικά θα αφαιρεί από τη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβερνητικής, κομματικής εξουσίας το μεγαλύτερο μέρος των τοποθετήσεων στον ευρύτερο κρατικό τομέα. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιγράψει το πρότυπο των σκανδιναβικών χωρών όπου η αλλαγή κυβέρνησης δεν οδηγεί σε σχεδόν καμία αντικατάσταση στελέχους στον κρατικό μηχανισμό αλλά τουλάχιστον μπορεί και πρέπει να περιορίσει τις πλέον διαβρωτικές εκδοχές του φαινομένου.
Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να αποφύγει μία από τις πλέον δυσάρεστες κατηγορίες για την Ελλάδα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης: την περιγραφή, δηλαδή, της χώρας ως «ιδιαίτερης περίπτωσης» (special case) παρά ως κανονικής περίπτωσης ώριμης χώρας-μέλους. Ο χαρακτηρισμός αυτός ενοχλεί αλλά δυστυχώς εκφράζει την πραγματικότητα. Κάθε χώρα-μέλος είναι βεβαίως μια «ειδική περίπτωση» σε ό,τι αφορά τα εθνικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά της αλλά όχι κατ’ ανάγκην παθογενής «ειδική περίπτωση». Η Ελλάδα δυστυχώς εμφανίζεται να ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Τα παθογενή συμπτώματα που επιτρέπουν αυτή την ταξινόμηση περιλαμβάνουν, πέρα από το ζημιογόνο μέγεθος του πελατειακού συστήματος, την έκταση της διαφθοράς (σε ποια άλλη χώρα-μέλος της Ενωσης, π.χ., υπάρχει το όνειδος που λέγεται «φακελάκι» ή το φαινόμενο που λέγεται «αυθαίρετα» ή το γεγονός ότι το 67% των Ελλήνων δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος) αλλά και άλλα μακροπολιτικά και μακροοικονομικά δυσώδη φαινόμενα και δυσλειτουργίες.
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να συζητήσουμε το πού οφείλονται οι παθογένειες αυτές (πολιτιστικοί, ιστορικοί λόγοι κ.τ.λ.). Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις ή δήθεν εξηγήσεις που λειτουργούν ως δικαιολογίες. Νόημα έχει να αντιμετωπισθεί η πρόκληση: η Ελλάδα από χώρα-ειδική περίπτωση να γίνει κανονική ευρωπαϊκή χώρα με τις οποιεσδήποτε θεμιτές πολιτιστικές ιδιαιτερότητές της. Διαφορετικά κι αν ακόμη κάποια στιγμή βγει από τα μνημόνια, θα παραμείνει ως μια παρακμάζουσα περίπτωση χώρας-μέλους της ΕΕ.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ