Στις 24 Ιουλίου 1974 κατέβηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τα σκαλιά του γαλλικού αεροπλάνου που τον μετέφερε στην Αθήνα. Στις 28 Ιουλίου το μεσημέρι επέστρεψα κι εγώ μετά από επτά χρόνια υπερορία. Μέχρι να ρυθμιστεί νομοθετικά η περίπτωσή μου δεν είχα ελληνική υπηκοότητα και με βάρυναν διάφορες καταδίκες και δικαστικές διώξεις.
Τρία πράγματα μου είχαν κάνει εντύπωση στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης: το πρώτο ήταν η άγρια και ανεξέλεγκτη οικοδόμηση ολόκληρων περιοχών που τις θυμόμουν αραιοκατοικημένα προάστια, σε μερικές περιπτώσεις περιοχές με μπαξέδες και βιοτεχνίες και, τέλος, παρθένα δάση από πεύκα και άλλους μεσογειακούς θάμνους και δέντρα. Ολόκληρες συνοικίες της Αθήνας είχαν αλλάξει μορφή με την ανέγερση πολυκατοικιών που είχαν αντικαταστήσει τις παλιές νεοκλασικές μονοκατοικίες.
Το δεύτερο ήταν η μαζική αστικοποίηση νέων κατοίκων αγροτικής προέλευσης που είχαν ενταχθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη δημοσιοϋπαλληλία ή στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτοί οι αγρότες, που είχαν εισβάλει στον μικροαστικό τρόπο ζωής, έδιναν μεγάλη σημασία στους τύπους. Για να εκφράσουν δύσκολα ή αντιπαθητικά νοήματα, όρους της καθημερινότητας ή επαγγέλματα, είχαν τροποποιηθεί. Εννοιες είχαν γλιστρήσει προς το κοσμιότερο και την υπεκφυγή. Ετσι οι «υπηρέτριες» είχαν γίνει «οικιακοί βοηθοί», οι «πανεπιστημιακοί βοηθοί» είχαν γίνει «λέκτορες» και τα «γραφεία κηδειών» «γραφεία τελετών» και άλλα πολλά ανάλογα. Η μικροαστική δυσχέρεια επικοινωνίας, η μεμψιμοιρία και η αδυναμία συνεννόησης κατελάμβαναν σιγά-σιγά όλον τον χώρο και τελικά κυριάρχησαν καταπατώντας και εκμηδενίζοντας βασικές έννοιες επάνω στις οποίες πρέπει να ξανασταθούμε. Γιατί η κυριαρχία αυτής της μορφής ελεγχόμενης έκφρασης τελικά αλλοιώνει εντελώς την πραγματικότητα και δημιουργεί καταστάσεις που συχνά δεν αντιστοιχούν σε δυνατότητες συνεννόησης. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας μικροαστικής αρλουμπολογίας και βεβιασμένου καθωσπρεπισμού είναι η κυβερνητική εκπρόσωπος κυρία Γεροβασίλη και ο Πρωθυπουργός, ο οποίος είναι βέβαια παντελώς ακαλλιέργητος αλλά αρκετά πονηρός για να ξέρει τι κάνει, την έχει επιλέξει για αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί μιλάει την ιδεοληπτική γλώσσα που ο μέσος Ελληνας θέλει αυτή τη στιγμή να ακούει.
Θα μου πείτε βέβαια: Τι γίνεται με την αλήθεια; Με την αξιοπιστία; Είναι δυνατόν ο Πρωθυπουργός να μη βλέπει τον βασικό του αντίπαλο, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να τον ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα; Είναι δυνατόν η εικόνα του μέλλοντος που προγραμματίζει για εμάς αυτή η κυβέρνηση να είναι αυτή που προβάλλεται σήμερα, δηλαδή μια χώρα αναρχούμενη, όπου οι πιθανοί συνεργάτες της εξουσίας συσπειρώνονται γύρω από το ιδανικό της υπερήφανης χρεοκοπίας, της απομόνωσης και της αλληλεγγύης των μαζών, όταν πεινάνε, για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο;
Οπως θα ‘λεγε και ο Γιάννης Ρίτσος, πλησιάζει η ώρα που θα χρειαστεί να ξαναμάθουμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα και απλά. Να πούμε το ψωμί ψωμί, τη γροθιά γροθιά, τον ψεύτη ψεύτη και τον κλέφτη κλέφτη.
Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτιστικό. Κανείς δεν μπορεί, στη σημερινή ιδιαίτερα εποχή, να περιφρονεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης διανόησης και επιστήμης. Ο δρόμος της ανάπτυξης μέσα από την ποιότητα είναι δεδομένος και ανοιχτός. Ας τον ακολουθήσουμε ανατρέποντας την κυρίαρχη ιδεολογία του μικροαστικού καθωσπρεπισμού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ