Ενας λευκοντυμένος άνδρας κείται στο νεκροκρέβατό του. Στην αίθουσα γύρω του δεκάδες βάζα με λουλούδια ακουμπισμένα στο πάτωμα και χωμένα σε χαραμάδες. Μια γυναίκα γεμίζει ποτηράκια με κονιάκ πάνω σε έναν δίσκο. Ξεχειλίζει το κονιάκ, πλατσουρίζουν τα ποτηράκια στον δίσκο. Μας τα προσφέρει.
Μια άλλη γυναίκα, με τα πόδια μπανταρισμένα, βρίσκεται ξαπλωμένη πάνω στην πλάτη του ξεχαρβαλωμένου πιάνου. Ενας νεαρός άνδρας με ξυρισμένο κεφάλι και λευκό φανελάκι κάθεται στο τραπέζι. Παίζει με μια σύριγγα, καταπίνει χάπια, επιχειρεί να ανάψει τσιγάρο. Τσιμπάει ένα καρβέλι ψωμί, πίνει κόκκινο κρασί. «Συγγνώμη» ψελλίζει κάθε τόσο η γυναίκα του πιάνου.
Ενας άλλος άνδρας, με σακάκι, κάθεται απέναντί του. Βγάζει δεσμίδες από την τσάντα του και αρχίζει να μετράει χαρτονομίσματα. Η γυναίκα με τον δίσκο στρώνει ένα λευκό σεντόνι στο πάτωμα και πέφτει για ύπνο ακούγοντας όπερα από το κινητό της. Οι δύο άνδρες κάνουν ένα μικρό χορευτικό. Ξανακάθονται και ο ξυρισμένος αρχίζει να ερμηνεύει τη βιβλική προφητεία: το μεγαλειώδες όραμα του Ιεζεκιήλ για τα ξηρά οστά που ανασταίνονται. «Την πνοή της ζωής θα σας φέρω, και νεύρα θα σας πλέξω, και σάρκα θα υφάνω για σας, και θ’ απλώσω επάνω της δέρμα κι ανάσα θα σας δώσω να ζήσετε. Τότε θα δείτε την αλήθεια: εγώ είμαι ο Κύριος». Οι συνταρακτικές εικόνες προκαλούν τον οίστρο του ηθοποιού: ορμάει στο καρβέλι, το λεηλατεί, στουμπώνεται με ψωμί, χύνει ολούθε κρασί στο λευκό φανελάκι, ουρλιάζει, πίνει και το υγρό του βάζου με τα λουλούδια, κάνει το βάζο προέκταση του στόματός του, ένα γυάλινο χωνί που το δαγκώνει και μιλάει ταυτόχρονα «… τα οστά μας ξεράθηκαν, χάθηκε κάθε ελπίδα, σκορπίσαμε, πάμε χαμένοι» θρηνεί ο λαός του Ισραήλ και ο θεός, μέσω του προφήτη του, τους καθησυχάζει, «…θ’ ανοίξω τους τάφους σας για να βγει ο λαός μου / Και πνοή θα σας δώσω να ζήσετε, θα ‘ναι η γη σας και πάλι δική σας / και θα δείτε πως είμαι ο Κύριος, ναι / κι ό,τι είπα, ο Κύριος λέει, το κάνω».
Ο ταχυδακτυλουργός κάνει τα κόλπα του –με τραπουλόχαρτα και σερπαντίνες που βγαίνουν απ’ το στόμα. Είναι πολύ χαριτωμένος, αν και όχι ιδιαίτερα πειστικός –ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Ο ξυρισμένος, καταλερωμένος άνδρας συμμαζεύει τα θρύμματα από το πάτωμα. Ξαναστουμπώνεται με ψωμί. Η γυναίκα του πιάνου καταφέρνει επιτέλους να σηκωθεί. Προχωρεί με δυσκολία. Πότε οδύρεται, πότε γελάει· σβήνει το κεράκι και ξαναρχινάει… Σιγά-σιγά τυλίγονται όλοι με ένα λευκό σεντόνι ο καθένας, βάζουν και λίγη κολλητική ταινία, να, οι «μούμιες» έτοιμες. Οι νεκροί το έριξαν για λίγο έξω, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί μας, τώρα ξαναγυρνούν στα σάβανά τους. Ο τελευταίος, ο μόνος που δεν μουμιοποιείται, αρχίζει να απαγγέλλει ποίηση…
Ως θεατρική περφόρμανς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τα «Οστέα Ξηρά Σφόδρα» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής. Δεν είναι μόνο η αίσθηση ότι ο λόγος θα μπορούσε να απουσιάζει και το νόημα θα έμενε ανέπαφο· είναι και η έμφαση που δίνεται από τον σκηνοθέτη στη σωματοποίηση των εννοιών και των συναισθημάτων οδηγώντας τους ηθοποιούς σε μια «εικαστική» προσέγγιση του ρόλου τους. Κάθε ένας «κάνει το δικό του», θα λέγαμε, και μόνο κατά σύμπτωση συναντιούνται όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι νεκροζώντανοι σε ένα κοινό πλαίσιο –γραφείο κηδειών με ανήσυχους θαμώνες;
Ως σχόλιο στη στερημένη από γνήσιους προφήτες εποχή μας φιλοδοξεί να λειτουργήσει το εγχείρημα, φαντάζομαι. Να αποδώσει το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, Kαθαρτήριο από μια άλλη Θεία Κωμωδία, όπου οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε εσαεί τα θανάσιμα αμαρτήματά μας –ίσως και να τα μετατρέπουμε σε σόου προς τέρψιν των θεατών μας -, ενώ περιμένουμε μια θεϊκή, «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», δύναμη να έλθει και να μας σώσει. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα δεν πείθει για το βάθος και τη διαύγεια της σύλληψης. Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι τρομερά σχηματοποιημένο και απλουστευτικό στα σκηνικά δρώμενα, που δεν αθροίζεται σε ένα σύνολο με αξιομνημόνευτο ειδικό βάρος. Λίγη όπερα, βροχή που στάζει, παράθυρο που δεν κλείνει, νεαρός που τρώει το Σώμα και το Αίμα μέχρι σκασμού, μία που πηγαινοέρχεται ωρυόμενη και ο Ιεζεκιήλ για να προσδώσει σε όλο αυτό, παρ’ ελπίδα, τη δέουσα υπόσταση. Ουρλιαχτά, ανούσιες, άψυχες επαναλήψεις δράσεων, εύκολες αναγωγές χωρίς ευφάνταστο ψάξιμο, προφανείς συμβολισμοί και ξεπερασμένοι αυτοβασανισμοί α λα Αμπράμοβιτς –της πρώτης περιόδου, πριν από δεκαετίες –στο πιο «μαζεμένο» και στο πιο light, ως εκεί που αντέχουμε… Νομίζω πως η τεράστια αφίσα στο βάθος, απλωμένη σε όλη την έκταση του τοίχου, δίνει ακριβώς το εξόφθαλμο στίγμα της βραδιάς: μια διαφήμιση που υπόσχεται «Collagen Renewal με υαλουρονικό οξύ: ελαστικό δέρμα, γερά οστά και υγιείς αρθρώσεις, λαμπερό δέρμα, νύχια κ.ο.κ.» και μια νεαρή γυναίκα με άψογη επιδερμίδα να γέρνει το κεφαλάκι της, ακριβώς όπως στα εκατοντάδες δημοσιεύματα που μας βομβαρδίζουν καθημερινά. Και όλο αυτό για να μας πει ο ποιητής το αυτονόητο: ότι το υαλουρονικό οξύ δεν θα αναζωογονήσει το πνεύμα μας… Το κολλαγόνο του μυαλού δεν αγοράζεται…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ