H συμπλήρωση δεκατριών χρόνων από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ (20 Μαρτίου 2003), μας δίνει την ευκαιρία να επιχειρήσουμε έναν αναστοχασμό των γεγονότων εκείνης της περιόδου.

Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, οι ΗΠΑ, έχοντας στο πλευρό τους ολόκληρο τον δυτικό κόσμο κι ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου, μπορούσαν να εξαγγείλουν μια νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική που όχι μόνο θα προσάρμοζε τον στρατιωτικό σχεδιασμό και τα αμυντικά συστήματα στην απειλή των δικτύων τρομοκρατών, αλλά και θα οικοδομούσε μια νέα διεθνή συναίνεση απέναντι στις διεθνείς απειλές.

Αυτή η νέα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν ήρθε ποτέ, αντίθετα κυριάρχησε στις ΗΠΑ το ρεύμα σκέψης των νεοσυντηρητικών συμβούλων του Τζωρτζ Μπους προεξάρχοντος του Πωλ Γούλφοβιτς, καθώς και του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι, και του υπουργού άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ. Οι δύο τελευταίοι αξιωματούχοι υιοθέτησαν την κοσμοθεωρία του Γούλφοβιτς και των συνοδοιπόρων του, που βασιζόταν στην μονομερή παγκόσμια παρουσία των ΗΠΑ, στον προληπτικό πόλεμο (ως μέσου εξουδετέρωσης ανεπιθύμητων καθεστώτων), και στην απαξίωση διεθνών οργανισμών – ιδίως του ΟΗΕ.

Η «αυτοκρατορία του κακού» της εποχής του Ρίγκαν, έγινε ό «άξονας του κακού». Και η ερμηνεία του δόγματος Μονρό από τον Ρούσβελτ, «η θεώρηση ότι είχαμε το δικαίωμα να απομακρύνουμε για προληπτικούς λόγους όποια κυβέρνηση δεν μας άρεσε, έγινε το δόγμα Μπους, με τη μόνη διαφορά ότι εκτεινόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Το μόνο που χρειαζόταν κατά τον Μπους ήταν τα αμερικανικά πυρά, η αμερικανική αποφασιστικότητα και ένας συνασπισμός προθύμων», υποστήριζε πολύ εύστοχα ο Μπαράκ Ομπάμα στο βιβλίο του «Τολμώ να ελπίζω».[1]

Οι κινητήριες ιδέες της νεοσυντηρητικής και νεοϊμπεριαλιστικής σχολής, που διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στη διοίκηση Μπους μέσω πολιτικών προσωπικοτήτων όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι, o Ντόναλντ Ράμσφελντ, o Πολ Γούλφοβιτς ή ο Ρίτσαρντ Περλ , έχουν αναλυθεί με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον επίσης νεοσυντηρητικό Ρόμπερντ Κέιγκαν, η επιρροή του οποίου στην κυβέρνηση Μπους ήταν σημαντική. Σύμφωνα με τον Κέιγκαν, σε σχέση με τα μεγάλα στρατηγικά και διεθνή προβλήματα «οι Αμερικανοί είναι οι κάτοικοι του Άρη και οι Ευρωπαίοι οι κάτοικοι της Αφροδίτης». Για τον Κέιγκαν, τα αίτια της διατλαντικής αντίθεσης είναι βαθιά και παλιά και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφεύγουν πιο γρήγορα στη βία και συγκριτικά με την Ευρώπη τα καταφέρνουν λιγότερο καλά με τη διπλωματία.

Ο Kέιγκαν μίλησε επίσης για μια διαφορετική «στρατηγική κουλτούρα» ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Ευρώπη. Οι Αμερικανοί προτιμούν τις «τιμωρητικές» κυρώσεις για να «υποδείξουν» την καλή συμπεριφορά. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι προτιμούν τις διαπραγματεύσεις, τη διπλωματία και την πειθώ από τον καταναγκασμό. Είναι πρόθυμοι να επικαλεστούν το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και τη διεθνή κοινή γνώμη για τη ρύθμιση των διαφορών. Προσφεύγουν στους οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς για να ενώσουν τα κράτη μεταξύ τους.

Απέναντι στους νεοσυντηρητικούς θεωρητικούς βρέθηκαν εκείνη την περίοδο σημαντικά πρόσωπα της αμερικανικής διανόησης και πολιτικής που αμφισβήτησαν έντονα την κυρίαρχη κοσμοθεωρία των νεοσυντηρητικών και θεώρησαν ότι η επιλογή της μονομερούς (ή διμερούς με την συνδρομή της Βρετανίας) δράσης θα παγίδευε τις ΗΠΑ σε μια φθοροποιό εμπλοκή στην ηπειρωτική Ασία, χωρίς προσχεδιασμένη στρατηγική απεγκλωβισμού (exit strategy) και με κόστος την απομόνωση των ΗΠΑ από παραδοσιακούς της συμμάχους όπως τη Γαλλία και τη Γερμανία.

Η εισβολή στο Ιράκ το 2003, «ήταν μια στρατηγική και ανθρωπιστική καταστροφή. Ανεξάρτητα από τις διάφορες αιτιολογίες που προέβαλαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους για να ξεκινήσουν τον πόλεμο τον Μάρτιο του 2003, η πραγματική έκβαση των πραγμάτων δυστυχώς διέψευσε τις αφελώς και ανεύθυνα αισιόδοξες προ του πολέμου προβλέψεις στους περισσότερους τομείς, εάν όχι σε όλους. Από στρατηγική άποψη, η εισβολή διακύβευσε την ενότητα του Ιράκ, δημιούργησε ένα τεράστιο πεδίο εκπαίδευσης τρομοκρατικών οργανώσεων (κυρίως της Αλ Κάιντα), σε κλίμακα συγκρίσιμη μόνο με το Αφγανιστάν των δεκαετιών 1980 και 1990, λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για την εξτρεμιστική ισλαμιστική ρητορεία και πράξη, σε παγκόσμια κλίμακα και, ίσως το σημαντικότερο, αποδυνάμωσε την ικανότητα των δημοκρατικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή να προωθήσουν ειρηνικές, σταδιακές και βιώσιμες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές στις αντίστοιχες χώρες τους.[2]

Πάντως, τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Μπους , με δεδομένη την αποτυχία της προσπάθειας για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του Ιράκ και του Αφγανιστάν, οι νεοσυντηρητικοί σύμβουλοι του προέδρου Μπους βρέθηκαν σε κατάσταση άτακτης υποχώρησης.

Η πολιτική των ΗΠΑ, ακολουθώντας την κίνηση του εκκρεμούς, άρχισε σιγά-σιγά να επανέρχεται στους διεθνείς θεσμούς και στους κανόνες του πολυμερισμού.

Η δε κυβέρνηση Ομπάμα κληρονόμησε το βαρύ φορτίο απεγκλωβισμού από τα υπάρχοντα και από δυνητικά μέτωπα στην καρδιά της ηπειρωτικής Ασίας, χωρίς η απαγκίστρωσή της να θεωρηθεί άτακτη υποχώρηση όπως στην περίπτωση του Βιετνάμ.

Η διαχείριση των πολέμων του Μπους από τον Ομπάμα θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο μας.


[1] Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.

[2] Ana Maria Gomes: «Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανοικοδόμηση του Ιράκ. Διδάγματα από τα σφάλματα», στο συλλογικό έργο Από τον Μπους στον Ομπάμα. Η διεθνής πολιτική σε έναν κόσμο που αλλάζει, Εκδόσεις Παπαζήση 2010.

*Ο Σωτήρης Ντάλης είναι επ. καθηγητής διεθνών σχέσεων και διεθνούς πολιτικής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το βιβλίο του, «Από τον Μπους στον Ομπάμα. Η διεθνής πολιτική σε έναν κόσμο που αλλάζει» .