Η καταστροφική άσκηση της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν προβλέψιμη για καθέναν με στοιχειώδη πολιτική κρίση. Οφειλαν να την είχαν προβλέψει και αυτοί που σήμερα διαμαρτύρονται –δικαίως –για την απόπειρα του καθεστώτος να χειραγωγήσει τα ΜΜΕ.
Ανέκαθεν ο ΣΥΡΙΖΑ ονόμαζε υπερήφανα τον εαυτό του «αντισυστημικό». Δεν μας εξήγησε ποτέ τι σημαίνει αυτό, πέρα από το παλαιολιθικό εκείνο «ο καπιταλισμός δεν μεταρρυθμίζεται αλλά ανατρέπεται» που αναγράφει το πρόγραμμά του. Οι πράξεις του όμως έδειχναν τι εννοούσε. Η προσπάθεια να «ενωθεί» το Κοινοβούλιο με την πλατεία των «Αγανακτισμένων» και τις αγχόνες τους, η συμμετοχή (τουλάχιστον) στους προπηλακισμούς κατά αντιπάλων, η πολιτική κάλυψη της βίας κάθε λογής περιθωριακών που εκφράστηκε με τη θεωρία της «καλής βίας» από στέλεχος που σήμερα παίζει κεντρικό κυβερνητικό ρόλο: όλα αυτά φανέρωναν ότι γι’ αυτούς η συμμετοχή στην κοινοβουλευτική διαδικασία ήταν μια πρόφαση για να παραβιασθεί η κερκόπορτα της εξουσίας. Διότι, βεβαίως, «ο λαός είναι πάνω από τους θεσμούς» και εξ ορισμού ο λαός «είμαστε εμείς».
Το τέλος του ’14 ο ΣΥΡΙΖΑ συνέπραξε σε μια σκευωρία από διάφορα κέντρα και παράκεντρα, δημοσιογραφικά και άλλα, για να απαξιωθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και να ανατραπεί μια κυβέρνηση που δεν είχε απολέσει τη δεδηλωμένη. Ως κυβέρνηση πλέον, έστησε τον παράνομο μηχανισμό για την έξοδο της χώρας από το ευρώ που αποκάλυψε ο βουλευτής Χ. Θεοχάρης: η μόνη φωτεινή στιγμή στην άθλια Βουλή του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2015. Και οργάνωσε την απάτη του δημοψηφίσματος με μιαν ακατανόητη και άνευ αντικειμένου ερώτηση, που έτσι κι αλλιώς αναφερόταν σε δημοσιονομικό ζήτημα, πράγμα που απαγορεύει το Σύνταγμα.
Αυτή ήταν και η κορύφωση της αντιθεσμικής και αντικοινοβουλευτικής δράσης του κόμματος αυτού. Που τελικός σκοπός της ήταν η έξοδος από την Ευρώπη και η μετατροπή της χώρας σε μια κοτζαμπάσικη τζαμαχιρία με κόκκινο μανδύα (και φουστανέλα από κάτω για να πάρουμε μαζί μας τον Αγιο Καλαβρύτων, τους διάφορους πυρίκαυστους εθνομανείς και βέβαια τους συμμάχους μας στο δημοψήφισμα χρυσαυγίτες).

Την εξέλιξη αυτή απέτρεψε η εξέγερση του «Ναι» το περασμένο καλοκαίρι. Το «Ναι» δεν απέτυχε. Χονδρικά από το 62% του «Οχι» το 10% ήταν χρυσαυγίτικο, το 7% τουλάχιστον του ΚΚΕ που δεν θέλει με τίποτα να αθροίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ και το 15% των αφελών που πίστευαν ότι ψηφίζουν κατά της λιτότητας αλλά υπέρ της Ευρώπης. Στον κ. Βαρουφάκη και σία μένει το υπόλοιπο 30%. Στο Σύνταγμα την ημέρα με τους κεραυνούς και τη νεροποντή ενταφιάστηκε ο πολιτικός αντιευρωπαϊσμός. Το «Ναι» ανέτρεψε την κυβέρνηση Βαρουφάκη – Λαφαζάνη – Κωνσταντοπούλου.

Τις εκλογές του Σεπτεμβρίου τις κέρδισε βέβαια πάλι ο κ. Τσίπρας. Ποιος Τσίπρας όμως και με τι κόμμα; Μια ομάδα από ακέφαλα κοτόπουλα που τρέχουν αλαφιασμένα δεξιά κι αριστερά και γυμνωμένη πλέον από κάθε ιδεολογική πρόφαση. Το Μνημόνιο που υπέγραψαν ήταν και αχρείαστο και το πιο εξοντωτικό από τα προηγούμενα. Αγωνίζονται φυσικά, κατά την πάγια ελληνική τακτική από την αρχή της κρίσης, να μην εφαρμόσουν αυτά που υπέγραψαν και αυτό το πουλάνε ως «αντίσταση» στους «κακούς δανειστές». Πάνω απ’ όλα θέλουν όμως να παραμείνουν στην εξουσία. Και γι’ αυτό θα υπογράψουν τα πάντα και τα ακόμη χειρότερα που η κωλυσιεργία τους και η δολιοφθορά των «κόκκινων» (τρομάρα τους) υπουργών αναγκαστικά θα επιφέρουν. Ο άνευ αρχών κυνισμός είναι η πιο ολέθρια κληρονομιά τους.
Εδώ λοιπόν είναι και ο μεγάλος κίνδυνος. Δέσμιοι πλέον στο οικονομικό πεδίο και παράλυτοι μπροστά στην προσφυγική κρίση που οι ίδιοι προκάλεσαν ανοίγοντας τα σύνορα χωρίς καμία συνεννόηση με τους εταίρους μας και χωρίς εντόπια υποδομή για την υποδοχή των ανθρώπων αυτών, στρέφονται στους μόνους τομείς όπου πιστεύουν ότι έχουν την ελευθερία κινήσεων: στην κομματικοποίηση του κράτους και στην επιστροφή στο καθεστώς της αναξιοκρατίας και της κομματικής συναλλαγής στα πανεπιστήμια.
Την τακτοποίηση των ημετέρων την έμαθαν ασφαλώς από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό που γίνεται όμως σήμερα είναι ιδιαιτέρως αποκρουστικό: σε άτομα παντελώς ανάξια ανατίθενται θέσεις-κλειδιά ή/και αργομισθίες με το προσβλητικό για τους αληθινούς αριστερούς αλλά και τους ηθικούς ανθρώπους γενικά επιχείρημα ότι «οι αγώνες των παππούδων τους» νομιμοποιούν τους απογόνους να τρώνε και να πίνουν εις βάρος του ελληνικού λαού. Στον δε τομέα της Παιδείας ο κ. υπουργός έρχεται αναδρομικά να νομιμοποιήσει τη συστηματική παραβίαση του (έτι ισχύοντος) νόμου από τους πρυτάνεις-κομματικά νευρόσπαστα. Η νοσηρή αυτή κατάσταση μονάχα μέσα από την αδίστακτη προπαγάνδα μπορεί να συγκαλυφθεί, ιδίως αυτή που συντηρεί τον εμφυλιοπολεμικό διχασμό διά του οποίου αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Εδώ εντάσσεται η εκστρατεία των έμμισθων πειρατών του Διαδικτύου αλλά και η προσπάθεια να τεθεί υπό κομματικό έλεγχο η δημοσιότητα.
Η κομματικοποίηση όμως της δημόσιας διοίκησης, όσο και της Παιδείας, αντίκειται ευθέως σε υποχρεώσεις που απορρέουν από το τρίτο Μνημόνιο. Αργά ή γρήγορα θα γυρίσει εναντίον τους. Οσο για την προπαγάνδα, είναι βασικός κανόνας ότι όσο κι αν το διαφημίσεις ένα κακό προϊόν δεν πουλιέται. Και η κυβέρνηση αυτή έχει ήδη σαπίσει στο ράφι. Στερεύουν οι αγοραστές των ψευδών της. Οι αγωνιστές για μια γνήσια ευρωπαϊκή Ελλάδα θα ανατρέψουν και την κυβέρνηση Παππά – Σπίρτζη.
Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ