Εχει δυνατότητες αναζωογόνησης η σοσιαλδημοκρατία; Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στο «Βήμα» (8/3/16, «Το σκοτεινό τούνελ της σοσιαλδημοκρατίας») ο Γεράσιμος Μοσχονάς δείχνει με στατιστικά στοιχεία την εκλογική πτώση των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Κατά τη γνώμη μου, αν εξετάσουμε τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος, μπορεί να είμαστε λιγότερο απαισιόδοξοι, κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη του παράγοντες όπως η ονομασία των κομμάτων και το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν.
Θέματα ορολογίας


Πολλά ευρωπαϊκά κόμματα είναι στην ουσία σοσιαλδημοκρατικά χωρίς να χρησιμοποιούν τον όρο «σοσιαλδημοκρατία», άρα χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πάντα στις σχετικές εκλογικές αναμετρήσεις. Για παράδειγμα, αν συμπεριλάβουμε στις σχετικές μετρήσεις κόμματα που είναι εναντίον του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, υπέρ της μείωσης των ανισοτήτων, της ενδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας κ.τ.λ., μπορεί οι προοπτικές της σοσιαλδημοκρατίας να είναι πιο αισιόδοξες.
Το γενικό πλαίσιο


Νομίζω ότι στο μέλλον τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (με τον διευρυμένο ορισμό του όρου) θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που θα τα ευνοεί. Πιο συγκεκριμένα, αντίθετα με το κομμάτι της Αριστεράς που προβλέπει, λόγω των αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, την ταχεία κατάρρευση του καπιταλισμού (βλ. W. Streek, 2014), νομίζω πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Ο βασικός λόγος για αυτή την πρόβλεψη είναι ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης δύο είναι οι βασικοί παίκτες στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική αρένα: οι ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύουν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, και η Κίνα, που είναι ο κύριος εκπρόσωπος του αυταρχικού καπιταλισμού. Και οι δύο υπερδυνάμεις έχουν κοινό συμφέρον να χειριστούν πιο αποτελεσματικά τις αναπόφευκτες μελλοντικές κρίσεις του συστήματος.
Οσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν ξεπεράσει τις σημερινές δυσκολίες και προχωρήσει σε μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση, θα καταστεί ο τρίτος παγκόσμιος παίκτης που μαζί με τους άλλους δύο θα διαμορφώνει το μελλοντικό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε αυτή την περίπτωση ο ευρωπαϊκός παράγοντας, λόγω των κοινωνικών κατακτήσεων του παρελθόντος και παρά την τωρινή του προσέγγιση σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές, θα εξακολουθήσει να αντιπροσωπεύει έναν σοσιαλδημοκρατικού τύπου καπιταλισμό. Ετσι το πιο πιθανό είναι να έχουμε μια διμερή ή τριμερή καπιταλιστική ηγεμονία. Από την άλλη μεριά, τα αντικαπιταλιστικά κινήματα, συνδικάτα, κόμματα, καθώς και οι εφήμερες κινητοποιήσεις, σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν αποτελούν σοβαρή απειλή στο παγκόσμιο status quo.
Αν τα παραπάνω ευσταθούν, τα κόμματα που δεν έχουν ως στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού αλλά το πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό-καζίνο σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο όπου οι αντικειμενικές συνθήκες θα τα ευνοούν. Γιατί μέσα στα όρια που θέτει σήμερα η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση η δύναμη αυτών που θέλουν να προστατεύσουν το σημερινό σύστημα είναι συντριπτικά μεγαλύτερη από αυτήν των δυνάμεων που στοχεύουν στην άμεση ανατροπή του. Με άλλα λόγια, η στρατηγική της Ακρας Αριστεράς δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η κατάσταση της «ήπιας» Αριστεράς είναι διαφορετική. Στη χώρα μας και αλλού στην Ευρώπη αυτή μιλάει για «ανατροπή», χωρίς όμως να διευκρινίζει αν πρόκειται για ολική αντικαπιταλιστική ανατροπή ή για μια ριζοσπαστική αλλαγή μέσα στον καπιταλισμό. Αν περάσουμε από τα λόγια στην πράξη, φαίνεται ξεκάθαρα πως αυτού του είδους η Αριστερά έχει ως στόχο σήμερα μια πολιτικά και κοινωνικά ενωμένη ευρωπαϊκή ομοσπονδία βασισμένη λιγότερο στον ανταγωνισμό και περισσότερο στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Ενας τέτοιος στόχος δεν είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που πρέπει να έχει μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία.
Συμπεράσματα


(α) Η ευρωπαϊκή βορειοδυτική σοσιαλδημοκρατία στη χρυσή εποχή της (1945-75), περισσότερο από κάθε άλλη πολιτική δύναμη, κατόρθωσε να επεκτείνει αστικά δικαιώματα (κράτος δικαίου), πολιτικά (δικαίωμα ψήφου) και κοινωνικά (κράτος πρόνοιας) στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Στη συνέχεια, για μια σειρά λόγους (συρρίκνωση της εργατικής βάσης της, νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αδυναμία εφαρμογής της κεϊνσιανής πολιτικής σε ένα νέο πλαίσιο όπου το κράτος χάνει την αυτονομία του κ.τ.λ.), αναγκάστηκε για να επιβιώσει στην εκλογική αρένα να πλησιάσει χωρίς να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
(β) Ο σημερινός παγκόσμιος καπιταλισμός ούτε, όπως πιστεύει ένα κομμάτι της Αριστεράς, είναι ετοιμοθάνατος ούτε πρόκειται να καταρρεύσει στις δεκαετίες που έρχονται. Μέσα στα στενά όρια που θέτει η μόνη ρεαλιστική προοδευτική στρατηγική είναι ένας δεύτερος εξανθρωπισμός του καπιταλισμού σε μεταεθνικό επίπεδο αυτή τη φορά.
(γ) Αντίθετα με αυτό που πιστεύει η Αριστερά σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη «χρυσή τριακονταετία». Επιβίωσε με πιο συντηρητική μορφή ως σήμερα και έχει τη δυνατότητα αναζωογόνησης αν προσπαθήσει να δημιουργήσει νέες στρατηγικές –στρατηγικές που στοχεύουν στην παραπέρα εξάπλωση δικαιωμάτων προς τα κάτω, δικαιωμάτων που η κυριαρχία του χρηματιστηριακού καπιταλισμού έχει σημαντικά συρρικώνσει.
(δ) Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει σοβαρές πιθανότητες αναζωογόνησης, η σημερινή δαιμονοποίησή της από την Αριστερά είναι λανθασμένη. Για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, γιατί, αντίθετα με την Ακρα Αριστερά, η Αριστερά, αν όχι στα λόγια, στην πράξη αποδέχεται πως η άμεση υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνατή βραχυπρόθεσμα. Αρα οι διαφορές της με μια νέα σοσιαλδημοκρατία είναι μικρές. Δεύτερον, η Αριστερά με το να θεωρεί τον όρο σοσιαλδημοκρατία «βρώμικη» λέξη αποκόπτεται από μια πολιτική παράδοση που κατόρθωσε περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα/κίνηση στη νεωτερική εποχή να δώσει ουσιαστικά δικαιώματα στα λαϊκά στρώματα. Πρόκειται για ένα επίτευγμα μοναδικό στην ιστορία της νεωτερικότητας –πρώιμης και ύστερης.
(ε) Αν πρέπει στη χώρα μας να αποφεύγεται η δαιμονοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας από την Αριστερά, ισχύει και το αντίθετο. Οι σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένες δυνάμεις (π.χ., το ΠαΣοΚ) δεν πρέπει να δαιμονοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και αγιοποίηση των ημετέρων βλάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ