Την προηγούμενη Κυριακή, στο Σύνταγμα, βλέποντας τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να οργανώσουν όλα αυτά τα χαρτιά υγείας, τα ρούχα, τα μπισκότα, όλα όσα παραδόθηκαν για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, να δαμάσουν τον όγκο αλληλεγγύης, παρατηρούσες πως οι περισσότεροι από αυτούς, όλοι οι εθελοντές που καλύπτουν τις ανεπάρκειες μιας αυτοαποκαλούμενης ευαίσθητης κυβέρνησης (η οποία προσπάθησε μεσοβδόμαδα να ανταλλάξει τους πρόσφυγες με το χρέος) ήταν αυτό που λέμε millennials. Ηταν νέοι, δραστήριοι, ορεξάτοι, είχαν αυτή την ορμή της σιγουριάς πως υπάρχει και καλύτερος κόσμος, πως αξίζει να δουλέψει κανείς γι’ αυτό. Δεν έδειχναν ιδιαίτερη διάθεση να ζήσουν με τη μελαγχολική διαπίστωση του Πρωθυπουργού τους πως είναι μια χαμένη γενιά.
«Δυστυχώς, αυτή τη γενιά τη χάσαμε». Την ατάκα την είχε πει ο Αλέξης Τσίπρας στα τέλη του καλοκαιριού, τότε που ακόμη ήμασταν ζαλισμένοι από την πραγματικότητα που τον συνάντησε βίαια. Τότε που βγαίναμε από το καλοκαίρι της διαπραγμάτευσης, στο φθινόπωρο της δικής του ωρίμανσης και της δικής μας έξτρα παρακμής. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον Πρωθυπουργό που θα μπορούσε τόσο εύκολα να εκστομίσει μια τέτοια παραδοχή ήττας για τη γενιά των νέων που είτε (αν είναι τυχεροί) φεύγουν από την Ελλάδα με γοργούς ρυθμούς, συντελώντας στο brain drain, είτε (όπως οι περισσότεροι) πρέπει να μείνουν εδώ για να ακούν εσαεί τα αυτονόητα.
Οι νέοι της Ελλάδας, λοιπόν. Δεν είναι πια η γενιά των 700 ευρώ, αυτό είναι μια παλιά πολυτέλεια. Στην Ισπανία και στην Ιταλία ονομάζονται mileurista, αυτοί που δουλεύουν για 1.000 ευρώ, εδώ δεν μιλάμε πια με αριθμό δίπλα τους, εκτός και αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το 48% –το ποσοστό της ανεργίας τους. Η εύκολη λύση είναι να καθαγιαστούν ως τα θύματα μιας κρίσης, αλλά δεν είναι η σωστή. Ανάμεσά τους είναι οι ελπίδες, αλλά και οι φόβοι μας. Ανάμεσά τους είναι οι μελλοντικοί ηγέτες, αλλά και οι φασίστες τού αύριο (μετά την αντισυστημική εμπειρία που κορυφώθηκε το καλοκαίρι, η Χρυσή Αυγή εμφανίζει αυξητικές νεανικές τάσεις). Οταν τους ρώτησαν πρόσφατα (σε ηλικίες 18-24, σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις) αν η Ελλάδα είναι μια μοντέρνα χώρα, σε ποσοστό 41,2% είπαν χωρίς δισταγμό «Οχι, δεν είναι». Οι υπόλοιπες ηλικίες είχαν άλλες φαντασιώσεις, σε ποσοστό 26,8% φαντασιώθηκαν πως «Ναι, είμαστε μοντέρνοι».
Οι νέοι φαίνεται να το έχουν καταλάβει: είναι τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης μιας χώρας που χτίστηκε με έναν πρόχειρο τρόπο, με την ψευδαίσθηση πως τα πράγματα θα πάνε μόνο καλύτερα, χωρίς plan Β. Υπάρχει μια ξεκάθαρη δυσφορία για τις παλαιότερες γενιές που έχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον πώς θα εξελιχθεί και αν θα κλονιστεί όλη αυτή η οικογενειακή εκεχειρία που έκρυβε η ανάπτυξη (και το χαρτζιλίκι) των περασμένων δεκαετιών.
Το Ασφαλιστικό είναι ένα σημαντικό πεδίο ανάλυσης της μάχης των γενεών που σοβεί στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο πως περισσότερο μιλάμε για τις συντάξεις παρά για τις δουλειές. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση (και από τη νυν αντιπολίτευση που κάποτε ήταν κυβέρνηση) το Ασφαλιστικό είναι χαρακτηριστικό της χώρας που γερνάει και δημογραφικά –94.134 γεννήσεις και 111.794 θάνατοι, φυσική μείωση πληθυσμού κατά 17.660 το 2014 –αλλά και πνευματικά.
Ο όρος millennials, που ετοιμάζεται να ξεπεραστεί από την επερχόμενη «Γενιά Ζ», θεμελιώθηκε στην Αμερική (και στις διαφημιστικές εταιρείες). Είναι αυτοί που γεννήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ενηλικιώθηκαν με την τεχνολογία ως δεδομένο –δεν θυμούνται ιδιαίτερα τη ζωή χωρίς Internet. Είναι η γενιά που, κόντρα στην ηττοπάθεια του Πρωθυπουργού, δεν χάσαμε, απλώς βρέθηκε στο ενδιάμεσο της αλλαγής μιας χώρας. Θα επιβιώσουν; Θα αλλάξουν τη χώρα; Σε έναν μεγάλο βαθμό, είναι στο χέρι τους. Το πρώτο που πρέπει να κάνουν είναι να πεισμώσουν όταν τους λένε «Δυστυχώς, χαθήκατε». Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ