Απότομο πέρασμα από τον Ομηρο, με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στον Ησίοδο, με τη Θεογονία, τον Κατάλογο των Γυναικών και τα Εργα. Οπου εξέχουν οι Πέντε Εποχές, ανοίγοντας με το μακάριο γένος του χρυσού και κλείνοντας με το εφιαλτικό γένος του σιδήρου, που συνεχώς εξελίσσεται. Αν μάλιστα συμπέσουν τα λάθη της πολιτικής με το έλλειμμα πολιτισμού, όπως στις μαύρες μέρες μας στον ακυβέρνητό μας τόπο. Περί αυτού συνεχώς. Προς το παρόν δυο λόγια για τον άσημο βοσκό που τον ευνόησαν στα νιάτα του οι Μούσες.
Ξεκίνησε βόσκοντας στον Ελικώνα, όπου τον πήραν είδηση οι Ολυμπιάδες Μούσες, και του συστήθηκαν μάλλον απότομα: «Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι / ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη αληθινά, / ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να λέμε και την καθαρή αλήθεια». Κι ευθύς του έδειξαν να κόψει κλαδί μιας δάφνης θαλερής και του εμφύσησαν θεία φωνή προστάζοντας να υμνολογεί το γένος των μακάρων και προπαντός τις ίδιες. Μετά έφυγαν περιπαίζοντας, μονολογώντας: «Αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά / για δέντρα και για βράχια;».
Ετσι ο Ησίοδος έγινε αοιδός –στα καθ’ ημάς ποιητής. Το πρώτο του πάντως τραγούδι το αφιέρωσε στις Μούσες διηγώντας πώς γεννήθηκαν από τον Δία και τη Μνημοσύνη, προορισμένες να χαρίζουν στους ανθρώπους λησμοσύνη των κακών και ανάπαυλα της κάθε μέριμνας. Νύχτες εννιά κοιμήθηκε τη μάνα τους ο Δίας. Κι όπως ο χρόνος κύλησε και γύρισαν οι εποχές, ξεγέννησε η Μνημοσύνη τις εννέα Μούσες, η καθεμιά αξεπέραστη στον ρόλο της: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και ανώτερη απ’ όλες η Καλλιόπη. Ευτυχισμένος όποιον οι Μούσες αγαπήσουν. Αν κάποιος έχει στην ψυχή του πένθος χθεσινό, αν είναι η καρδιά του από τη λύπη μαραμένη, έρχεται τότε ο αοιδός υμνώντας δόξες περασμένες και λησμονεί τον πόνο του, ξεχνά τα βάσανά του –οι Μούσες τον παρηγορούν.
Παρένθεση, στο όριο της παραίσθησης. Για κάποιους λόγους μπορώ να φανταστώ πότε και πώς συνέθεσε τα ποιήματά του ο Ομηρος, κάπου στις ακτές της Ιωνίας ή σ’ ένα παράλιο νησί. Αλλά η σύνθεση της Θεογονίας, των Εργων, του Καταλόγου Γυναικών στη μίζερη Ασκρα παραμένει άλυτο αίνιγμα. Ισως στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., σε τόπο απόμερο και θλιβερό, λειτούργησε το θαύμα, καταπώς είπε και ο δικός μας ποιητής. Οπως και να έχει το πράγμα, τον Ησίοδο άργησα να τον ανακαλύψω, υπήρξε εξαρχής δυσεύρετος για μένα. Αυτή την αίσθηση προσπάθησα να συγκρατήσω στις λειψές μεταφράσεις μου, με τη βοήθεια και της φιλικής παράφρασης. Με τους όρους αυτούς επιλέγονται δύο γονικά παραδείγματα της Θεογονίας. Με τη θεογονική Νύχτα και την Εριδα την πρώτη φορά σε σύζευξη, με την Ημέρα, τον Υπνο και τον Θάνατο την άλλη. Προηγούνται «Τα παιδιά της Νύχτας και της Εριδας»:
«Η Νύχτα γέννησε το Τέλος μισητό, τη μελανή Καταστροφή, / τον Θάνατο. Γέννησε και τον Υπνο, το φύλο των Ονείρων –/ κανείς δεν την κοιμήθηκε, για να γεννήσει η μαύρη Νύχτα. / Μετά γεννά τον Σαρκασμό, τη Δυστυχία που σφάζει. / Γέννησε και τις Εσπερίδες –αυτές κρατούν, στα πέρατα / του φημισμένου Ωκεανού, χρυσά κι ωραία μήλα, / δέντρα κατάφορτα από καρπό στη φύλαξή τους. / Κατόπιν γέννησε τις Μοίρες, τις ανελέητες Κήρες, / που εκδικούνται το χυμένο αίμα. Τους παραβάτες όλους, ανθρώπους και θεούς, τους κυνηγούν, δεν σταματούν τη ζοφερή οργή τους οι θεές, προτού πληρώσει ο ένοχος / το κρίμα του με τιμωρία σκληρή. / Γέννησε και τη Νέμεση, μαζί με τη Φιλότητα και την Απάτη, / τα Γηρατειά τα επάρατα κι αλύγιστη την Εριδα. / Αυτή λοιπόν η αποτρόπαιη Ερις γεννά τον Πόνο αλγεινό, / τη Λήθη και την Πείνα, τον δακρυφόρο Σπαραγμό, / Πολέμους, Μάχες, Φόνους, Σκοτωμούς, / Φιλονικίες και Ψεύδη, μάταια Λόγια και τον Αντίλογό τους, / την Ατη και την Ακοσμία, παντού αξεχώριστες, / και την κατάρα του Ορκου, το πιο ανυπόφορο κακό, / για τους βροτούς που ζουν στη γη –όποιος ορκίζεται γνωρίζοντας κι ύστερα βγαίνει επίορκος».
Επεται το δεύτερο θεογονικό παράδειγμα, με το τετράγωνο Νύχτα – Ημέρα – Υπνος – Θάνατος: «Εκεί, στον Τάρταρο αντικρίζονται η Νύχτα με τη Μέρα: / η μια την άλλη χαιρετά, πατώντας το κατώφλι, / η πρώτη κατεβαίνοντας, η άλλη ανεβαίνοντας. / Ποτέ τις δυο μαζί δεν τις κρατούν τα κάτω δώματα: όσο η μια / στη γη περιοδεύει, στο δώμα η άλλη / περιμένει την ώρα του δικού της δρόμου. / Προσφέρει φως ανέσπερο η Μέρα στους ανθρώπους. / Τον Υπνο όμως και τον Θάνατο, δίδυμο αδελφό, στά χέρια της / κρατεί η ολέθρια Νύχτα, με σκοτεινή νεφέλη καλυμμένη. / Εκεί στον Τάρταρο μένουν οι γιοι της μαύρης Νύχτας, / Υπνος και Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ τους / δεν τους βλέπει ακτινοβόλος ο Φαέθων Ηλιος, / ανηφορίζοντας στον ουρανό, κι από τον ουρανό κατηφορίζοντας. / Ενας από τους δυο, στη γη ή στην πλατιά ράχη της θάλασσας / γυρίζοντας, ήσυχος και γλυκός δίνεται στους ανθρώπους. / Του άλλου όμως η ψυχή από σίδερο, ατσάλινη η καρδιά / στα στήθη κι ανελέητη, σ’ όποιον θνητό απλώσει μια φορά / το χέρι του, με τίποτα δεν ξεκολλά –και στους αθάνατους ακόμη / είναι και παραμένει μισητός».
Δυο λόγια για τον βίο και την ποιητική τέχνη του Ησιόδου στη θαυμαστή του Θεογονία και στα ωφέλιμά του Εργα. Ο πατέρας του ήλθε στη Βοιωτία από την Κύμη, αιολική πόλη απέναντι στη Λέσβο και στη Χίο. Ατυχος στις θαλασσινές του επιχειρήσεις, άφησε, λένε, οριστικά τις περιπέτειες της θάλασσας για να εγκατασταθεί ως κτηματίας στο βοιωτικό χωριό Ασκρα. Μια γωνιά γης που ο Ησίοδος την απαθανάτισε για την ασκήμια της, το άθλιο κλίμα και τη μιζέρια της γράφοντας: «Η Ασκρα τον χειμώνα παγερή, το καλοκαίρι αβάστακτη, ποτέ ευχάριστη». Διαβόητη υπήρξε η σχέση του Ησιόδου με τον αδελφό του Πέρση, με τον οποίο είχε κτηματικές διαφορές και δικαστικές αντιδικίες. Ως αοιδός, απαγγέλλοντας ποιήματά του στη Χαλκίδα, κέρδισε τρίποδα χρυσό. Ο Ηρόδοτος εξάλλου τον καθιέρωσε ισάξιο ποιητή του Ομήρου.
Η σκληρή πείρα της αγροτικής ζωής, η πίκρα του μικροεισοδηματία, η συναίσθηση πως η παλιά τάξη των πραγμάτων άρχισε να κλονίζεται, αντανακλώνται στο έργο του προσδίδοντας ρεαλισμό, στοχαστική απαισιοδοξία και πάθος για δικαιοσύνη. Ως ποιητής κρίνεται και διακρίνεται αρχαϊκός και συνάμα νεωτερικός, συντηρητικός και ριζοσπαστικός. Ο νεωτερισμός του φαίνεται στον χειρισμό του μύθου και στις φόρμες του ποιήματος, κατά κανόνα μικρόσχημες και αποσπασματικές. Η Θεογονία αρθρώνεται σε πέντε θεματικές ενότητες με συμμετρία στη σύνταξή τους, παράγοντας ισόστιχες δεκαδικές στροφές.
Για τις συνθήκες του θανάτου υπάρχει σχετική ανεκδοτολογία. Στον βοιωτικό Ορχομενό έδειχναν τον τάφο του, μαρτυρία μάλλον αξιόπιστη. Αυτά για σήμερα, άλλοτε άλλα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ