Το τελευταίο διάστηµα υπάρχουν αρκετοί από τον χώρο της ευρείας Κεντροαριστεράς που έχουν βαλθεί να δικαιώσουν αναδροµικά τον Φουκουγιάµα. Ο,τι γνωρίζαµε έως τώρα για την πολιτική, είτε σε σχέση µε τις ιδεολογικές είτε σε σχέση µε τις κοινωνικές αντιθέσεις, θεωρείται ξεπερασµένο και το µόνο που διατυµπανίζεται σαν σηµαντικό είναι η αντιπαράθεση µε τον «λαϊκισµό» και η προώθηση «µεταρρυθµίσεων».

Κάποιοι από τους οπαδούς αυτού του ιδιότυπου «τέλους της ιστορίας α λα ελληνικά» είναι προφανές ότι κινούνται προσχηµατικά. Στην πραγµατικότητα προετοιµάζουν το έδαφος για να προσχωρήσουν στην ανανεωµένη ΝΔ, καθώς έχουν από καιρό διαβεί τον Ρουβίκωνα και απλώς έψαχναν ευκαιρία και θεωρητικό άλλοθι. Ωστόσο υπάρχουν και ουκ ολίγοι που δεν σκέφτονται ιδιοτελώς αλλά έχουν πράγµατι πεισθεί ότι στην Ελλάδα της κρίσης δεν υπάρχουν περιθώρια για ιδεολογίες και πως το µόνο που αποµένει είναι να σωθεί η χώρα από τον λαϊκισµό και να προσαρµοσθεί µε µεταρρυθµίσεις στην ευρωπαϊκή πραγµατικότητα. Προς αυτούς αξίζει νοµίζω να επιχειρηθεί ένας σύντοµος αντίλογος:

Α. Το πρώτο που πρέπει, νοµίζω, να επισηµανθεί είναι η καταχρηστική και συχνά προσχηµατική χρησιµοποίηση του όρου λαϊκισµός, ο οποίος καλύπτει, γενικώς και αορίστως, πολλές και διαφορετικές πολιτικές συµπεριφορές ή/και παθογένειες, όπως η δηµαγωγία, η υποσχεσιολογία, ο µαξιµαλισµός, ο συντεχνιασµός, ο αριστερισµός κ.α.τ. Ολα αυτά βέβαια σχετίζονται, ούτως ή άλλως, µε τον λαϊκισµό αλλά δεν αποτελούν παρά µόνον επί µέρους εξωτερικές εκδηλώσεις του, που δεν αγγίζουν συνήθως τον σκληρό πυρήνα του. Και αυτός δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια της αυταπάτης ότι ο λαός είναι παντοδύναµος και µπορεί, µε τους κατάλληλους πολιτικούς διαµεσολαβητές, να κάνει τα πάντα, ασχέτως των ισχυόντων θεσµών (που ορίζουν ότι η λαϊκή κυριαρχία ασκείται «όπως ορίζει το Σύνταγµα») και ερήµην των εγχώριων και διεθνών συσχετισµών.

Αυτός ο λαϊκισµός πρέπει πράγµατι να χτυπηθεί στη ρίζα του, τόσο γενικά όσο και σε ορισµένες ειδικότερες εκφάνσεις του, όπως ο συνταγµατικός λαϊκισµός (ό,τι δεν αρέσει στον λαό είναι αντισυνταγµατικό…) και ο εργατισµός («νόµος είναι το δίκιο του εργάτη…»). Ωστόσο, µια τέτοια αντιπαράθεση τελεί υπό µια απαρέγκλιτη προϋπόθεση: ότι δεν θα πεταχθεί µαζί µε τα απόνερα του λαϊκισµού και το παιδί, δηλαδή ο ίδιος ο λαός. Και στο σηµείο αυτό θέλω να επιµείνω:

Ο «αντιλαϊκισµός» πολύ συχνά υποκρύπτει, άλλοτε έντεχνα και άλλοτε υποτυπωδώς, και αντιλαϊκές αντιλήψεις, δηλαδή µια απέχθεια (για να µην πω αλλεργία…) προς ό,τι σχετίζεται µε τον λαό και κατ’ επέκτασιν µε τη λαϊκή κυριαρχία. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά πίσω από τις γραµµές της «αντιλαϊκιστικής» ρητορείας δεν είναι δύσκολο να διακρίνει τις γνωστές «ελιτίστικες» και ολιγαρχικές αντιλήψεις από τις οποίες εµφορούνται συνήθως οι «τεχνικοί της εξουσίας», οι οποίοι θεωρούν ότι µόνον αυτοί µπορούν να διερµηνεύουν «το συµφέρον της χώρας», στο όνοµα µεν του λαού αλλά ερήµην του…

Β. Η δεύτερη επισήµανση αφορά τις «µεταρρυθµίσεις», οι οποίες προβάλλονται, αδιακρίτως, σαν πανάκεια για τη «σωτηρία της χώρας». Ωστόσο, η έννοια της µεταρρύθµισης (όπως και του «εκσυγχρονισµού») δεν είναι ούτε άχρωµη ούτε ουδέτερη. Συνδέεται άρρηκτα µε πολιτικά υποκείµενα που εκπροσωπούν αντικρουόµενα κοινωνικά συµφέροντα και εµφορούνται από διαφορετικές ιδεολογικές θέσεις, οι οποίες στον ευρωπαϊκό χώρο κινούνται διπολικά, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσµατος (µε µια πλειάδα επί µέρους εκφάνσεων). Ως εκ τούτου, πρέπει κανείς να διαλέξει. Δεν είναι δυνατόν να εξοµοιώνονται, στο πλαίσιο µιας ανιστόρητης «µεταρρυθµιστικής» ρητορείας, οι µεταρρυθµίσεις της µεταπολεµικής ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας µε τις µεταρρυθµίσεις της Θάτσερ…

Με άλλα λόγια, οι µεταρρυθµίσεις έχουν συγκεκριµένο ιδεολογικοπολιτικό πρόσηµο και συνδέονται αναπόσπαστα µε τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που εξακολουθούν να διαπερνούν, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούµενα, τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι αντιθέσεις αυτές, βέβαια, είναι πλέον διαφορετικές από αυτές που µηρυκάζουν κάποιοι «παλαιοηµερολογίτες» της Αριστεράς, που έχουν µείνει στον 19ο αιώνα. Ωστόσο δεν παύουν να χρωµατίζουν κατά διαφορετικό τρόπο τη «σωτηρία της χώρας», η οποία, για παράδειγµα, δεν µπορεί να σηµαίνει το ίδιο για αυτούς που συνωθούνται στον χώρο του κοινωνικού αποκλεισµού και για τα παρασιτικά οικονοµικά συµφέροντα που κερδοσκοπούν άγρια ακόµα και στην περίοδο της κρίσης.

Γ. Θα µπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς: δεν υπάρχει περιθώριο συναινέσεων, όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεµού; Ασφαλώς και υπάρχουν. Αρκεί να µην ξεκινάµε από τη λάθος αφετηρία ότι «τα προβλήµατα δεν έχουν χρώµα», που προβάλλεται κατά κόρον. Ολα σχεδόν τα προβλήµατα (Ασφαλιστικό, Φορολογικό, Αγροτικό, Παιδεία, Υγεία κ.λπ.), ακόµη και αν δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, έχουν συγκεκριµένες κοινωνικές και ιδεολογικές αναγωγές και άρα πρέπει να αντιµετωπίζονται υπό συγκεκριµένο πολιτικό και αξιακό πρίσµα. Μόνο τέτοιες καθαρές και ιδεολογικοπολιτικά επεξεργασµένες θέσεις µπορούν να οριοθετήσουν σωστά το πλαίσιο ενός υγιούς πολιτικού διαλόγου και να οδηγήσουν σε πραγµατικές συνθέσεις, κατ’ επέκτασιν δε και σε ευρύτερες – ή και ευρύτατες, εφόσον χρειασθεί – πολιτικές συγκλίσεις.

Από εκεί και πέρα βέβαια υπάρχουν και προβλήµατα (όπως τα εθνικά και το Προσφυγικό) τα οποία όντως υπερβαίνουν την αντίθεση Αριστερά – Δεξιά και µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο επί µέρους συναινέσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις οργανωτικές και διοικητικές αλλαγές που επείγουν, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικών διαφορών, στο ελληνικό κράτος. Τέλος, πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί, σαν κόρη οφθαλµού, η ευρύτατη συµφωνία που έχει – επιτέλους – επιτευχθεί ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισµό της χώρας. Οχι γιατί δεν υπάρχουν και εδώ αποχρώσεις αλλά γιατί η ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά τις αντιφάσεις και τα οξυµµένα προβλήµατά της, αποτελεί σήµερα τη µόνη ρεαλιστική επιλογή για την υπέρβαση της κρίσης.

Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγµατικού Δικαίου στο Πανεπιστήµιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ