Εάν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο η κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέλαβε, την προηγούμενη εβδομάδα, την εφημερίδα «Ζαμάν», λάβετε υπόψη αυτό: 48 ώρες μετά την κατάληψη η εφημερίδα μετατράπηκε σε όργανο της προπαγάνδας του Ερντογάν.
Η «Ζαμάν», η εφημερίδα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Τουρκία, ήταν ένα από λίγα αντιπολιτευόμενα έντυπα προτού η Αστυνομία προβεί στη χρήση δακρυγόνων και οχημάτων με εκτοξευτήρες νερού υπό πίεση, την Παρασκευή, για να απομακρύνει το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από τα γραφεία της εφημερίδας, φωνάζοντας «η ελευθεροτυπία δεν φιμώνεται». Η Αστυνομία έδρασε αφότου δικαστήριο της Κωνσταντινούπολής έθεσε, δίχως εξήγηση, την εφημερίδα υπό την κηδεμονία μιας ομάδας διαχειριστών.
Πριν από την ολοκλήρωση της κατάληψης, οι δημοσιογράφοι εξέδωσαν το σαββατιάτικο φύλλο της εφημερίδας με τον τίτλο «Ανεστάλη το Σύνταγμα». Στο τέλος, ο εκδότης της εφημερίδας απολύθηκε ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι προσπάθειες για την ολική απαλοιφή του διαδικτυακού αρχείου της εφημερίδας, σύμφωνα με δημοσιεύματα.
Η επίθεση στη «Ζαμάν» δεν αποτελεί έκπληξη. Η εφημερίδα συνδεόταν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ένα μουσουλμάνο ιεροκήρυκα ο οποίος ζει αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια. Ο κ. Γκιουλέν, σύμμαχος κάποτε του Ερντογάν, συγκρούστηκε με τον Τούρκο ηγέτη πριν από δύο, περίπου, χρόνια και ο δημοσιογραφικός όμιλος υιοθέτησε αντικυβερνητική στάση.
Η εν λόγω κίνηση αποτελεί απλά την τελευταία από τις ολοένα αυταρχικότερες ενέργειες του κ. Ερντογάν, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η φυλάκιση επικριτών του, ο παραγκωνισμός του Στρατού και η αναζωπύρωση του πολέμου κατά των Κούρδων αυτονομιστών. Τώρα ελέγχει τα περισσότερα ΜΜΕ και έχει μετατρέψει την Τουρκία σε πρωτοπόρα χώρα όσον αφορά τη φυλάκιση δημοσιογράφων. Παράλληλα με την εκστρατεία του για τον αφανισμό της ελευθεροτυπίας, οι εισαγγελείς της κυβέρνησης του άσκησαν, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, περισσότερες από 2.000 διώξεις κατά τούρκων πολιτών για εξύβριση του κ. Ερντογάν, πράξη η οποία αποτελεί έγκλημα.
Κάποτε η Τουρκία έδειχνε πως επρόκειτο να μετατραπεί σε πρότυπο μουσουλμανικής δημοκρατίας, παρότι τώρα φαίνεται πως ο κ. Ερντογάν δεν ασπάστηκε ποτέ τα δημοκρατικά ιδεώδη. Το γεγονός ότι απομακρύνει ακόμη περισσότερο τη χώρα από τον δρόμο αυτό, εγείρει σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με το εάν η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να είναι ένα αξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο ιδρύθηκε ως συμμαχία ασφαλείας με βάση κοινές αξίες.
Είναι ανησυχητικό το ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη αντέδρασαν τόσο υποτονικά στην καταπάτηση της ελευθεροτυπίας από τον κ. Ερντογάν. Η κυβέρνηση Ομπάμα δήλωσε ότι η ενέργεια κατά της «Ζαμάν» ήταν «ανησυχητική», ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωσε ότι η Τουρκία «πρέπει να σέβεται και να προωθεί τα δημοκρατικά ιδεώδη, συμπεριλαμβανομένης της ελευθεροτυπίας».
Ενδέχεται επίσης να περιορίσουν την αρνητική κριτική, ευελπιστώντας πως θα πείσουν την Τουρκία να συμβάλει στην επίλυση της προσφυγικής κρίσης που εκτυλίσσεται στην Ευρώπη. Τη Δευτέρα, ο κ Ερντογάν υιοθέτησε μια σκληρότερη στάση, προβάλλοντας νέες απαιτήσεις για τη συνεργασία του, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η παροχή περισσότερων δισεκατομμυρίων και η ταχύτερη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή δεν αποτελεί στάση συμμάχου και η στροφή του κ. Ερντογάν προς τον αυταρχισμό δεν πρόκειται να ενδυναμώσει ούτε την Τουρκία, ούτε το ΝΑΤΟ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
*Το κείμενο είναι το κύριο άρθρο της εφημερίδας The New York Times