Η διάσκεψη κορυφής των ηγετών των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) με την Τουρκία που πραγματοποιείται αύριο, 7 Μαρτίου, στις Βρυξέλλες μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για την πορεία της ΕΕ. Η διάσκεψη θα πρέπει να αποφασίσει πακέτο μέτρων για την υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης που έχει συμφωνηθεί με τη χώρα αυτή για την ανακοπή των προσφυγικών / μεταναστευτικών ροών. Το πακέτο αυτό μαζί με τις όποιες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (σύνοδος των ηγετών των χωρών-μελών της ΕΕ) που θα πραγματοποιηθεί στις 17-18 του μήνα μπορούν τελικά να προσδιορίσουν το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ΕΕ. Και εδώ εμφανίζεται μια μεγάλη και επικίνδυνη αντίφαση: η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) να αμφισβητείται σε σημείο που να κλονίζεται συθέμελα όταν η χρησιμότητά της είναι εμφανώς περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ ίσως στο παρελθόν. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τέτοιες προκλήσεις (προσφυγική, οικονομική, απειλή εξόδου της Βρετανίας, γενικευμένη περιφερειακή αστάθεια κ.ά.) που εμφανώς καμία χώρα δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει από μόνη της χωρίς να οδηγήσει σε χάος και ενδεχομένως ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Το ζούμε σχεδόν καθημερινά με τα όσα συμβαίνουν γύρω από το ζήτημα των προσφύγων. Χώρες-μέλη λαμβάνουν μονομερή μέτρα, υιοθετούν αντιευρωπαϊκές θέσεις υψώνοντας τείχη ή επιβάλλοντας ελέγχους και περιορίζοντας τον αριθμό της χορήγησης αδειών ασύλου κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου μεταθέτοντας το πρόβλημα σε άλλες χώρες-μέλη (κυρίως στην Ελλάδα). Η συμπεριφορά αυτή εκτρέφει εκ των πραγμάτων μια επικίνδυνη συγκρουσιακή χημεία που παραπέμπει στην εποχή του Μεσοπολέμου ή ακόμη και στον 19ο αιώνα. Πρέσβεις ανακαλούνται από χώρες-μέλη της Ενωσης, οξύτατα διπλωματικά διαβήματα γίνονται, σκληρές καταγγελίες εκστομίζονται, συγκρούσεις κυοφορούνται, δημοψηφίσματα αναγγέλλονται (π.χ., Ουγγαρία), χώρες-μέλη σκέπτονται ή ετοιμάζονται να αποχωρήσουν από την Ενωση.

Αυτό που ορισμένοι φαίνεται να επιθυμούν και να επιδιώκουν είναι η επιστροφή στο εθνικό κράτος, στην ψευδαίσθηση της ανεξέλεγκτης εθνικής κυριαρχίας, στη φαντασίωση της εθνικής καθαρότητας και υπεροχής. Αλλά αν ορισμένες χώρες κάνουν αυτά που κάνουν ενώ είναι μέλη της ΕΕ, εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει το τι θα έκαναν αν επιστρέψουν στο εθνικό κράτος, έξω από την Ενωση.

Αλλά όλα αυτά δεν επιλύουν τα προβλήματα. Οδηγούν σε καταστροφικά αδιέξοδα. Οι πρόσφυγες/μετανάστες εξακολουθούν να συρρέουν στην Ευρώπη, με την τρομοκρατία και τη γενικευμένη περιφερειακή αστάθεια να απειλούν, την αναιμική οικονομική ανάπτυξη και την ανεργία να επιμένουν και τα κάθε είδους ακραία πολιτικά στοιχεία να επωφελούνται. Για κάθε στοιχειωδώς ψύχραιμο, ορθολογικό παρατηρητή είναι εμφανές ότι τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν μόνο με συλλογική δράση μέσα σε ένα υπερεθνικό θεσμικό πλαίσιο όπως αυτό της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλη στρατηγική δεν υπάρχει. Και ακόμη περισσότερο, η οξύτητα των προκλήσεων σημαίνει ότι η ικανότητα της Ενωσης για την επίλυσή τους θα πρέπει να ενισχυθεί και όχι το αντίθετο, να ατονήσει.
Ετσι το συνετό συμπέρασμα από τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι ότι χρειαζόμαστε ισχυρότερη θεσμική ικανότητα για την αντιμετώπισή τους. Και αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται βαθύτερη και όχι λιγότερη ενοποίηση, όπως φαίνεται να ευαγγελίζονται ορισμένοι. Οθεν και η μεγάλη αντίφαση: ενώ χρειαζόμαστε περισσότερη ολοκλήρωση οδηγούμαστε σε λιγότερη, σε αποσύνθεση (disintegration). Αλλά αν κάποιος διαβάσει την Ιστορία θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες συγκρούσεις και τραγωδίες στον ευρωπαϊκό χώρο προήλθαν από τέτοιου είδους μεγάλες αντιφάσεις και την αδυναμία υπέρβασής τους. Επομένως, για να μην ξαναζήσουμε το εφιαλτικό παρελθόν με την αποσύνθεση της Ενωσης, μία στρατηγική υπάρχει: βαθύτερη ενοποίηση.
Για τον στόχο αυτόν θα πρέπει να κινητοποιηθούν άμεσα και ενεργά οι κεντρικοί παίκτες στη διαδικασία οικοδόμησης της Ευρώπης, κυρίως η ομάδα των ιδρυτικών κρατών (founding countries –Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, χώρες Benelux) μαζί με οποιεσδήποτε άλλες πρόθυμες να συμπράξουν. Μία από τις πλέον δυσάρεστες διαπιστώσεις των τελευταίων μηνών είναι η απουσία της Γαλλίας τόσο από τη διαχείριση του προσφυγικού / μεταναστευτικού ζητήματος όσο και από οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας. Κάτω από το φοβικό σύνδρομο των τρομοκρατικών επιθέσεων και την απειλή που αντιπροσωπεύει η άνοδος του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν, ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει ουσιαστικώς οδηγηθεί σε πλήρη απραξία σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική και ως εκ τούτου το κύριο βάρος το φέρνει μονομερώς η Γερμανία. Αλλά, όπως πιστοποιεί η ιστορία της ενοποίησης, μόνο με τη στενή συνεργασία ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία και με τη σύμπραξη και των άλλων κρατών ενοποιητικής λογικής μπορούμε να έχουμε αποτελεσματική διαχείριση των περίπλοκων προβλημάτων και επάλληλων κρίσεων (προσφυγική, οικονομική, Brexit) και βάθεμα της ενοποίησης. Επομένως είναι επιτακτική η ανάγκη η Γαλλία να επανέλθει δραστήρια στο ευρωπαϊκό πολιτικό προσκήνιο. Οπως είναι επίσης αναγκαίο ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα που υποτίθεται στηρίζουν την ενοποιητική λογική να πάψουν να οξύνουν τις διακρατικές συγκρούσεις (όσο δίκιο κι αν έχουν) με ανακλήσεις πρέσβεων και άλλες άστοχες ενέργειες. Ας προσανατολισθούν στην ανάληψη δημιουργικών πρωτοβουλιών, κάτι που δεν έχουν κάνει (γιατί, π.χ., η Ελλάδα δεν συγκάλεσε μια σύσκεψη των βαλκανικών κρατών στην Αθήνα με ευρύτερη συμμετοχή και άφησε τη σχετική πρωτοβουλία στη Βιέννη;).
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ