Τρώει στα κρυφά τα σοκολατάκια της η Νόρα. Βγάζει το σακουλάκι από την κρυψώνα, αρπάζει ένα-δύο στα βιαστικά και τα μασουλάει λαίμαργα, προτού την πάρει χαμπάρι ο άντρας της Τόρβαλντ. Δεν δείχνει να την πειράζει αυτό το παιχνίδι. Δεν της φαίνεται αφύσικο που ολόκληρη γυναίκα τώρα πρέπει να κρύβεται σαν πεντάχρονο κοριτσάκι από τον «μπαμπά».
Σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων άλλωστε και καταφθάνει λαμπερή, γεμάτη ψώνια. Δίνει γενναίο φιλοδώρημα στον άνθρωπο που κουβάλησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο ως την πόρτα των Χέλμερ. Τόσο χαρούμενη, πιάνει μια μελωδία. «Η γαλιάντρα μου τραγουδάει εκεί έξω;» ακούγεται από το γραφείο η φωνή του Τόρβαλντ. Θα τη φιλήσει, θα την πειράξει, θα τη μαλώσει επειδή «ξόδεψε πάλι λεφτά, το άσωτο σκιουράκι». Εκείνη θα δικαιολογηθεί, θα κάνει νάζια και χαριτωμενιές, θα πάρει κι άλλα χρήματα «για τις γιορτινές ανάγκες», θα ενθουσιαστεί εκ νέου. Το «σκιουράκι» όλα σωστά τα κάνει: καλοπιάνει τον σύζυγο, παίζει κρυφτό με τα παιδιά, δίνει εντολές, ετοιμάζει το σπίτι στην εντέλεια για την ημέρα των Χριστουγέννων…
«Φανταστείτε το πρόβλημα του Ιψεν. Εχει επιλέξει μια ηρωίδα που ζει τη ζωή μιας κούκλας αλλά έχει τη μαγιά ενός ώριμου ανθρώπινου όντος. Στις σχέσεις της με τους άλλους η Νόρα δείχνει απλώς ένα προσωπείο. Ξαφνικά, στο τέλος του έργου, αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό της» γράφει ο καθηγητής Egil Törnqvist στο «Ibsen: A Doll’s House». Πολύ ωραία η διατύπωση αυτή, δεν είμαι τόσο σίγουρη όμως ότι η αποκάλυψη γίνεται «ξαφνικά».
Η προσπάθεια να αποκαλυφθούν η πνευματική και η ψυχολογική διάσταση που κείτονται κάτω από τη ρεαλιστική επιφάνεια του Ιψεν συνιστά διαχρονικό ζητούμενο στα ανεβάσματα του έργου, από το 1879 ως και σήμερα. Ως συνεχιστές αυτής της προσπάθειας στέκονται και οι συντελεστές της γοητευτικής παράστασης που φιλοξενείται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής. Ξεκινώντας από την όψη –εξαιρετική η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη – καταλαβαίνουμε αμέσως το αισθητικό στίγμα: αφαιρετικό και ελαφρώς πειραγμένο περιβάλλον «εποχής», που συνδέει το τότε με το τώρα καλώντας τον θεατή να κατοικήσει μέσα του. Τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, με το «εκσυγχρονισμένο» βικτωριανό πουλόβερ της Νόρας να επιτυγχάνει ιδιαίτερα τον επιδιωκόμενο σύνδεσμο μεταξύ παλιού και καινούργιου.
Ο σκηνοθέτης στέκεται και αυτός με καθαρή ματιά απέναντι στο κείμενο, επιχειρεί να το διαβάσει από την αρχή. Δεν έχει να προτείνει κάποια ανατρεπτική οπτική, σίγουρα όμως δημιουργεί μια καλή κλασική εκδοχή, από αυτές που χρειάζεται η θεατρική Αθήνα. Καθαρότητα χαρακτήρων, ολοκληρωμένη σύλληψη, εύρυθμη ροή, αγάπη για το κείμενο και τα νοήματά του.
Η Αμαλία Μουτούση χτίζει με μεγάλη ευαισθησία τον ρόλο της Νόρας, την ακολουθεί σε κάθε σκίρτημα, μοιράζεται κάθε αγωνία και ελπίδα της. Η πρόβα της ταραντέλας είναι ίσως η πιο συγκινητική στιγμή της ερμηνείας της, εκεί όπου η ηθοποιός στέκεται περισσότερο ευάλωτη και μας μεταδίδει τον άκρατο πανικό της ηρωίδας της.
Ο Αρης Λεμπεσόπουλος πλάθει έναν αινιγματικό Χέλμερ, συμπαθή και λίγο χαμένο στον κόσμο του: δεν είναι ένας πυλώνας των συντηρητικών αξιών μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας αλλά ένας άνδρας στο μεταίχμιο, ένας σύζυγος με κρυμμένες ρωγμές που θα μπορούσε να προσπαθήσει να αλλάξει για χάρη της Νόρας. Το πιο αδύναμο σημείο του, ερμηνευτικά, εμφανίζεται όταν ανακαλύπτει την αλήθεια μετά την ανάγνωση της επιστολής: εκεί ο ηθοποιός στέκεται αμήχανος απέναντι στο κείμενό του, «αρνείται» να κατηγορήσει τη Νόρα και καταφεύγει, ως δήθεν λύση, στο ξεψυχισμένο κουτρουβαλητό των φράσεων. Νομίζω πως αν αποφασίσει τι θέλει πραγματικά να πει, θα το βρει. Ως έχει, δημιουργεί μια θολούρα και, ως συνέπεια, η απόφαση της Νόρας να τον εγκαταλείψει αναδύεται «κουτσή».
Η σκηνή του τέλους παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία: τον Χέλμερ με το κεφάλι σκυμμένο και κολλημένο πάνω στο σώμα της Νόρας να περιστρέφεται γύρω της σαν σβούρα, χωρίς να μπορεί να ξεκολλήσει από πάνω της. Η κινησιολογική αυτή επιλογή –όσο κι αν ξαφνιάζει στο πλαίσιο μιας παράστασης που ως εκείνη τη στιγμή δεν επαφίεται σε κινησιολογικούς πειραματισμούς –δημιουργεί την εντύπωση ενός πολύ μεγάλου δεσίματος και ενός άνδρα εξαρτημένου. Ταυτόχρονα, η έλλειψη εμφατικότητας από την πλευρά της Νόρας περνάει επίσης την αίσθηση ότι η απόφασή της δεν είναι αμετάκλητη, κρέμεται από μια κλωστή. Και αυτή η διαφοροποίηση του τέλους, ακόμη κι αν υπολείπεται σε… επαναστατική διάθεση, μας βάζει σίγουρα σε σκέψεις για την πραγματική φύση των σχέσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ