Λέγεται ότι κάθε φορά που ο μικρός Αλέξανδρος Ωνάσης έπαιρνε δώρο από τον πατέρα του έπεφτε σε μαρασμό. Γιατί όσο πιο ακριβό και εξωπραγματικό το δώρο (π.χ. ένα σπορ αυτοκίνητο σε παιδική κλίμακα ή ένα κρις κραφτ), τόσο μεγαλύτερο θα ήταν το διάστημα της απουσίας του πατρός του.
Το ζήτημα της γονεϊκής απουσίας παραμένει μια «καυτή πατάτα» στην ανατροφή των σύγχρονων παιδιών (με τους υπεραπασχολημένους, επιβαρημένους με το ασήκωτο οικονομικό άχθος γεννήτορες που έχουν την τύχη να έχουν και μια αμειβόμενη εργασία). Πιο ακανθώδης ακόμη η απουσία τής –μόνιμα επιρρεπούς στην ενοχή –μητέρας. Διότι ο πατέρας θωρακίζεται με άλλες προσωπικές και κοινωνικές δικλίδες ασφαλείας, και, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και στην πολυμνημονιακή Ελλάδα τού 2016, ουδείς θα γυρίσει να του πει: «Μα είναι δυνατόν να λείπεις τόσες ώρες και τα παιδιά να μη σε βλέπουν καθόλου;». Η εργαζόμενη μητέρα, αντιθέτως, συνεχίζει να κατατρύχεται από την κοινωνική επιταγή του «intensive mothering» (υπερεντατική μητρότητα). Κάθε λεπτό μακριά από το παιδί είναι μία ακόμη ψηφίδα βίαια ξηλωμένη από μια τέλεια παιδική ηλικία.
Και όμως, το αξίωμα-βαρίδι «όσο πιο πολλές ώρες περνάει η μητέρα δίπλα στο παιδί, τόσο πιο υγιής η ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη και τα συναφή» πρόσφατα καταρρίφθηκε, εν μέρει, από μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ η οποία δημοσιεύθηκε στο «Journal of Marriage and Family». «Θα μπορούσα να σας δείξω 20 διαγράμματα, και τα 19 εξ αυτών θα έδειχναν ότι δεν υπάρχει η παραμικρή σχέση ανάμεσα στον χρόνο που περνούν οι γονείς κοντά τους και στην εξέλιξη των παιδιών. Nada. Μηδέν» θα δηλώσει εμφατικά στην «Washington Post» εις εκ των ειδικών που εκπόνησαν τη μελέτη, η κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο Μελίσα Μίλκι. Η μελέτη δεν είναι τόσο απόλυτη, τα παιδιά όλων των ηλικιών και πρωτίστως οι έφηβοι έχουν ανάγκη από χρόνο κοντά στους γονείς τους. Σηκώνει, όμως, έστω ανεπαίσθητα, τον βαρύ πέπλο των τύψεων.
Πέρα από τις αντιφατικές συχνά επιστημονικές έρευνες, η πραγματικότητα έχει τις δικές της αποχρώσεις και κάθε οικογένεια το δικό της εξατομικευμένο kit επιβίωσης. Εχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο κάθε μητέρα επιλέγει να εκλογικεύσει την απουσία της. H μία φροντίζει κουτσά στραβά να την αποδεχτεί η ίδια και να εξηγήσει στο παιδί της ότι είναι ένα κομμάτι της κανονικότητας του σπιτιού (που εν τέλει συχνά συμβάλλει στην αυτονόμηση του παιδιού). H άλλη τη «σωματοποιεί» τόσο τοξικά που ακόμη και όταν βρίσκεται στο σπίτι και φτιάχνει παζλ μαζί με τον γιο της νιώθει πάνω της τα χνότα του φαντάσματος αυτής της απουσίας (κάτι σαν τον «Αγγελο στο σπίτι», όπως είχε βαφτίσει η Βιρτζίνια Γουλφ το φάντασμα της υπάκουης νοικοκυράς που στεκόταν από πάνω της κάθε φορά που πήγαινε να γράψει). Αλλη, πάλι, φροντίζει εν πλήρει συνειδήσει να την «εξαργυρώσει» (όπως ο Ωνάσης). Μια γνωστή μου μητέρα εφήβου μού έλεγε προ κρίσης: «Ποτέ δεν επιστρέφω από τη δουλειά πριν από τις 9 το βράδυ. Το Πάσχα, όμως, την πήγαμε δέκα μέρες στη Μάλτα!». Από την «ανθρωπογεωγραφία της απουσίας» δεν απουσιάζει βεβαίως και η μητέρα που αυτομαστιγώνεται και ταυτόχρονα ναρκισσεύεται με τον «μισερό» ρόλο της: «Με περιμένει το παιδί να γυρίσω, γιατί δεν κάνει μπάνιο / δεν τρώει / δεν διαβάζει / δεν παίζει / δεν σκέφτεται κ.ο.κ. μόνο του ή με άλλους».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, υπάρχει αδιαμφισβήτητα και γονεϊκός χρόνος απύθμενα βλαβερός για το παιδί! Αφορά τις περιπτώσεις μαμάδων –η πλειονότητα των εργαζόμενων Ελληνίδων σήμερα –οι οποίες στην αγωνία τους να τα συνδυάσουν όλα, καταλήγουν να παρέχουν «ποιοτικό χρόνο» στα τέκνα τους όντας άυπνες, με πλείστες αγχώδεις διαταραχές, χωρίς προσωπική ζωή και με ένα μόνιμο αίσθημα ανεπάρκειας. Ητοι, η τέλεια συνταγή για μαύρα, πίσσα, παιδικά χρόνια.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ