Ενα μικρό στενό που κατέληγε στη μεγάλη κεντρική λεωφόρο. Στη γωνία το φαρμακείο. Ή παπουτσάδικο; Τόσα χρόνια μετά, δεν μπορώ να θυμηθώ. Δίπλα το μαγαζάκι με τους καθρέφτες και τους πίνακες, στο ισόγειο του νεοκλασικού. Ο πρώτος όροφος ήταν κατοικία –πιθανώς του ιδιοκτήτη του μαγαζιού με τους καθρέφτες. Κάθε φορά που περνούσα, μικρό παιδί, έβγαζα τη γλώσσα μου στο είδωλό μου. Ενίοτε, όταν δεν με έβλεπαν οι μεγάλοι, μούντζωνα στους καθρέφτες για να παρατηρήσω με ένοχη απόλαυση την αφεντιά μου στην απαγορευμένη χειρονομία. Θυμάμαι και μια όμορφη κυρία –με στενή φούστα και με κάλτσες που είχαν στο πίσω μέρος τους εκείνη τη ραφή που διατρέχει όλο το πόδι –να διορθώνει το κραγιόν της σε έναν από τους καθρέφτες. Και το φως του ήλιου να αντανακλάται στα τζάμια, μια καλύπτοντας και μια αποκαλύπτοντας τη χολιγουντιανών προδιαγραφών εικόνα της.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι καθρέφτες που έκαναν αυτό το μαγαζί μοναδικό στα μάτια μου, ήταν και οι πίνακες που πουλούσε, κυρίως έργα παραστατικών ζωγράφων, με θαλασσοταραχές, βουκολικά τοπία, νεκρές φύσεις και με μια ημίγυμνη κοπέλα (αντιγραφή έργου του Γουναρόπουλου, διαπίστωσα μεγαλώνοντας) που, καλυμμένη με ένα τούλι, κοίταζε προς το υπερπέραν με αλλήθωρο βλέμμα –αυτό δεν το είχε πετύχει ο αντιγραφέας-καλλιτέχνης.
Περνούσα σχεδόν κάθε πρωί από το μαγαζί με τις εικόνες και σκεφτόμουν ποια θα αγόραζα αν είχα λεφτά, σε ποιο από τα τοπία θα ήθελα να ζω, τι κορνίζα θα διαλέξω για τον καθρέφτη που θα βάλω κάποτε στο δικό μου σπίτι. Στο τέλος έβγαζα και τη γλώσσα στο είδωλό μου και συνέχιζα. Μεγαλώνοντας, σταμάτησα τα παιδικά παιχνίδια, πάντα όμως παρατηρούσα τους καινούργιους πίνακες της βιτρίνας, οι οποίοι, όσο και αν δεν ήταν του γούστου μου, μου θύμιζαν με τη ρετρό αισθητική τους το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν των παιδικών μου χρόνων. Σε μια περιοχή που είχε αλλάξει εντελώς πρόσωπο τις τελευταίες δεκαετίες, το μαγαζί με τους καθρέφτες έμενε ίδιο και απαράλλακτο, λίγο πιο απεριποίητο πια.
Κάποια στιγμή έβαλε λουκέτο. Εμεινε κλειστό για πολλά χρόνια. Εξακολουθούσα να περνώ απέξω. Η σκόνη που είχε καλύψει τους τρεις εναπομείναντες καθρέφτες δεν μου επέτρεπε πλέον να παρατηρώ το είδωλό μου και να διορθώνω τα μαλλιά μου. Και ο ήλιος είχε ξεφτίσει τον στραβοκρεμασμένο πίνακα με την αλλήθωρη ημίγυμνη –η καημένη, δεν πουλήθηκε ποτέ. Προχθές, όλα έγιναν μπάζα. Δεν το περίμενα πως θα στενοχωριόμουν. Αναρωτήθηκα αν κάποιος είχε σώσει την αλλήθωρη ή αν την είχαν καταπιεί οι γκρεμισμένοι τοίχοι. Υποθέτω το δεύτερο. Θυσία στα θεμέλια θα είχε γίνει κατά πάσα πιθανότητα, για να στεριώσει επάνω της μια νέα πολυκατοικία. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η γειτονιά μετράει ένα νεοκλασικό μείον. Τεράστια απώλεια, κατά τη γνώμη μου, αλλά δυστυχώς όλο και λιγότεροι ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες.
Εγώ, πάντως, στους περιπάτους μου εξακολουθώ να μετρώ τα σπίτια που έχουν απομείνει: τα τυχερά, σε γειτονιές όπως το Κουκάκι, το Θησείο ή το Μετς, που κάποιοι τα λυπήθηκαν και τα αναστήλωσαν, και τα άτυχα, τα ερειπωμένα του Μεταξουργείου, τα πνιγμένα στις πολυκατοικίες της Κυψέλης, τα καταμουντζουρωμένα των Εξαρχείων. Ολα αυτά διασώζουν, με την παρακμιακή έστω παρουσία τους, την ταυτότητα της Αθήνας προτού μετατραπεί σε άχαρη, χωρίς ταυτότητα και χαρακτήρα πόλη. Ολα αυτά έχουν ψυχή και μνήμη. Ολα μαζί συνθέτουν ένα ανοιχτό μουσείο της Ιστορίας μας, τη σπουδαιότητα και την αξία του οποίου δεν αντιληφθήκαμε ποτέ ως λαός. Ομως κάθε νεοκλασικό που καταρρέει είναι μια νέα πληγή στην ήδη πληγωμένη πρωτεύουσα. Τρύπα χάσκουσα στον αστικό ιστό. Θλίψη. Πόση ακόμη θλίψη να χωρέσουν οι γειτονιές μας;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ