Μια μέρα του Νοεμβρίου του 1982, 11 παίκτες μπήκαν στο γήπεδο με ένα περίεργο σλόγκαν στο πίσω μέρος της φανέλας: «Ψηφίστε στις 15 του μηνός» έλεγε στο εμφανές εκείνο σημείο που οι χορηγοί ανακάλυψαν έπειτα από μία δεκαετία. Η τοποθέτηση του σλόγκαν ήταν μια άμεση προτροπή προς το φοβισμένο κοινό να συμμετάσχει στις πρώτες εκλογές της Βραζιλίας που τελούσε υπό στρατιωτική κατοχή από το 1964. Ηταν μια απόφαση που είχε παρθεί έπειτα από εξαντλητικές κουβέντες όλων των παικτών σε κάποια αποδυτήρια τυλιγμένα με τον καπνό των τσιγάρων –τότε οι ποδοσφαιριστές κάπνιζαν ή μάλλον δεν έκρυβαν πως κάπνιζαν.
Ηταν η προτροπή μιας ομάδας που στη θέση της διαφήμισης στη φανέλα είχε τη λέξη «Δημοκρατία», μιας ομάδας που πήρε όλα τα κλισέ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου (ατομισμός, έλλειψη πολιτικής συνείδησης, δημοκρατικής συμπεριφοράς και κοινωνικής ευαισθησίας), τα ανέτρεψε και τα εφάρμοσε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ικανό όμως για να συζητιέται ακόμη και σήμερα σαν εξαίρεση του κανόνα.

Η ομάδα λεγόταν Κορίνθιανς, και εκείνη η εποχή της έχει το κωδικό όνομα «Κορινθιακή Δημοκρατία». Ηταν η πρώτη (και τελευταία) ομάδα στον κόσμο που λειτουργούσε με συνθήκες αμεσοδημοκρατίας. Κάθε απόφαση λαμβανόταν έπειτα από συζήτηση και ψηφοφορία, με τις ψήφους όλων να έχουν την ίδια ισχύ. Εκείνη τη χρονιά, πήρε και το πρωτάθλημα.
Ηταν ένα κοινωνικοαθλητικό πείραμα, εμπνευσμένο από τον μεγαλύτερο παίκτη της εκείνη την εποχή, τον Σόκρατες, έναν φτωχό πιτσιρικά που πήρε το όνομά του από τον Σωκράτη, που έπαιζε ποδόσφαιρο τόσο όμορφα όσο κάπνιζε και έκανε πάρτι, που όταν πήγε να παίξει στη Φιορεντίνα το 1984 δήλωσε πως «ήρθα εδώ μόνο και μόνο για να διαβάσω Γκράμσι», που μέχρι να πεθάνει, το 2011, εργαζόταν ως γιατρός και αρνιόταν να γίνει πρέσβης του ποδοσφαίρου που «πάει από το κακό στο χειρότερο με την εμπορευματοποίηση και όλες αυτές τις βλακείες».
Είναι μια παλιά ιστορία· και δεν είναι καθόλου ενδεικτική του παρελθόντος. Κόντρα σε όλους τους επαγγελματίες ρομαντικούς που κρύβουν την απογοήτευση του γήρατος με το «παλιά ήταν πάντα καλύτερα», το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ήταν ένας χώρος ανάπτυξης ευγενών ιδεών. Μπορεί ο (εξαιρετικός τερματοφύλακας) Αλμπέρ Καμύ να έχει πει πως «όλα όσα γνωρίζω περί ηθικής και αίσθησης καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο», μπορεί ο ποιητής και συγγραφέας μυθιστορημάτων όπως «Ιβανόης» και «Ρομπ Ρόι» σερ Γουόλτερ Σκοτ να έχει πει πως «η ίδια η ζωή είναι ένας αγώνας ποδοσφαίρου», αλλά το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ήταν ένα εύκολο παιχνίδι ηθικής.
Δεν υπάρχει λόγος για ιδιαίτερη αναδρομή: Το ποδόσφαιρο –με ελάχιστες εξαιρέσεις –αντικατοπτρίζει την κοινωνία. Αν η κοινωνία υπακούει στους κανόνες της αγοράς και ευημερεί απ’ αυτήν, όπως στην Αγγλία, γίνεται ένα ακριβό προϊόν που στηρίζει μια βιομηχανία εκατομμυρίων. Αν η κοινωνία είναι απολυταρχική, η μπάλα στηρίζει την προπαγάνδα ανωτερότητας του καθεστώτος. Και αν είναι διαλυμένη, είναι ένα όχημα επίδειξης δύναμης, τσαμπουκά, παράλογης ρητορικής και ολοκληρωτισμού.
Οπως γίνεται στην Ελλάδα.

Μετά και το ντέρμπι ΑΕΚ – Ολυμπιακού της προηγούμενης εβδομάδας έγινε σαφές και σε όσους ζούσαν σε άλλον πλανήτη πως το ελληνικό ποδόσφαιρο αντιγράφει την ελληνική κοινωνία. Πως η πρακτική του Ολυμπιακού κυρίως (αλλά πολύ φοβάμαι και όσων θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη) θυμίζει επικίνδυνα τη ρητορική της κυβέρνησης: Αν η πραγματικότητα διαφωνεί, τόσο το χειρότερο για αυτήν. Αυτό που έχει σημασία είναι η επικράτηση με κάθε τίμημα, ακόμη και αν γίνεται σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας. Η διαστρέβλωση των αυτονόητων είναι η καθημερινότητα. Ο αφανισμός οποιουδήποτε στέκεται εμπόδιο είναι ο νόμος. Οσοι δημοσιογράφοι διαφωνούν είναι πουλημένοι –οι υπόλοιποι υπάλληλοι. Οι νίκες είναι αποτέλεσμα «περηφάνιας», η ήττα «προϊόν σκοτεινών κύκλων και εχθρών του λαού». Εχουμε το ποδόσφαιρο που μας αξίζει. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα, απλά μπάλα είναι, ποτέ δεν ήμασταν και βιρτουόζοι. Το πρόβλημα είναι πως έχουμε μια κοινωνία που δεν μας αξίζει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ