Το πρόσφατο βιβλίο του Στάθη Καλύβα Καταστροφές και Θρίαμβοι στάθηκε αφορμή για να επιχειρήσω μια δοκιμαστική –και αναπόφευκτα σχηματική –απάντηση στην απορία αν υπάρχουν κάποια σχήματα με τα οποία Ελληνες και ξένοι είδαν τη νεοελληνική ιστορία, την κοινωνία και τον πολιτισμό της από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Θα έλεγα ότι αρκετοί ξένοι μελετητές αλλά και όσοι θήτευσαν ή θητεύουν σε αγγλόφωνα πανεπιστήμια αντιμετώπισαν συχνά τον νεοελληνισμό μέσα από αντιθετικά σχήματα προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την ελληνική ταυτότητα και συμπεριφορά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Ελληνορωμαίικο δίλημμα» όπως το διατύπωσε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Ρούμελη (1966) όπου, καταγράφοντας μια σειρά αντιθετικών γνωρισμάτων, αντιπαραθέτει τον Ελληνα, γαλουχημένο με τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας, στον Ρωμιό, που εκφράζει το μεγαλείο και τις λύπες του Βυζαντίου. Την αντίθεση αυτή προσάρμοσε στη δεκαετία του 1980 ο ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρζφελντ μιλώντας για τις δύο ανταγωνιστικές εικόνες της Ελλάδας: την εξωστρεφή «ελληνίζουσα», που προβάλλεται στο εξωτερικό, και την ενδοσκοπική και αυτογνωστική «ρωμαίικη», προορισμένη για εσωτερική κατανάλωση. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι οι παλαιότεροι ανθρωπολόγοι αντιμετώπιζαν τις μεσογειακές κοινωνίες, και φυσικά και την ελληνική, μέσα από το αξιακό πρίσμα της αντίθεσης: τιμή και ντροπή. Στη δεκαετία του 1990 ο Νικηφόρος Διαμαντούρος ανέπτυξε, πρώτα στα αγγλικά, το κυρίαρχο εξηγητικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης μιλώντας για τον πολιτισμικό δυϊσμό και ξεχωρίζοντας τις δύο αντίπαλες πολιτικές κουλτούρες της Ελλάδας: τη (δυτική) «μεταρρυθμιστική» (modernizing) και την (ανατολική) «παρωχημένη» (underdog). Το ερμηνευτικό σχήμα του Καλύβα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Yale, για την εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας μπορεί μεν να βασίζεται στην εναλλαγή επτά κύκλων θριάμβων και καταστροφών, υποβάλλει όμως την αντίθεση έμμεσα μέσα από τη διακύμανση εξάρσεων και υφέσεων.
Από την άλλη πλευρά, τα εγχώρια σχήματα θεώρησης του νεοελληνισμού βασίστηκαν περισσότερο στις πολιτισμικές συνθέσεις και τις ιστορικές συνέχειες (έστω και μέσα από παροδικές ρήξεις). Από τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο ως τον Παλαμά και τον Μεταξά το ζητούμενο ήταν η σύνθεση και η συνέχεια. Μπορεί ο Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα να έγραφε, ακολουθώντας τη μέθοδο του Τιμπωντέ, ότι τον νεοελληνικό χαρακτήρα τον αντιπροσωπεύει ένα «σύμπλεγμα από αντιθέσεις: Κοραής – Σολωμός – Ψυχάρης – Παλαμάς – Δραγούμης», ωστόσο η σύνθεση ήταν αυτή που προείχε. Ο Σεφέρης, για παράδειγμα, έβλεπε ότι στον Παλαμά, ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια, «για πρώτη φορά, η διπλή ελληνική παράδοση ενώνεται σε μια γραμμή» και η Ιστορία του Δημαρά, ακολουθώντας το παλαμικό παράδειγμα, βασίστηκε στην έννοια της σύνθεσης ευρύτερων πολιτισμικών ρευμάτων του νέου ελληνισμού.
Αν το αντιθετικό δυαδικό μοντέλο ήταν κατ’ εξοχήν ερμηνευτικό, το συνθετικό σχήμα απέβλεπε περισσότερο στην ενίσχυση της πολιτισμικής παράδοσης και την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας. Μπορεί δημοτικιστές και αριστεροί να αμφισβήτησαν τη συνέχεια αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου, αλλά για τη νεότερη Ελλάδα τέτοιο ζήτημα δεν πρoέκυπτε. Η αναζήτηση της σύνθεσης υπήρξε μέχρι πρόσφατα το κυρίαρχο σχήμα στην Ελλάδα, χωρίς να φαίνεται να έχει εκτοπισθεί από κάποιο εναλλακτικό πρόταγμα, παρά τις αμφισβητήσεις του ιδεολογήματος της σύνθεσης ή τις πυκνές αναφορές σε ρήξεις και συνέχειες.
Τα τελευταία χρόνια με τη μετα-αποικιακή θεώρηση της Ελλάδας, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο χώρο, ως μιας περίπτωσης αποικιακής κατασκευής στο δυτικό φαντασιακό, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει υπάρξει αποικία, οι έννοιες της κρυπτο-αποικιακότητας και της πολιτισμικής υβριδικότητας ήρθαν να ανταγωνιστούν τα παλαιότερα σχήματα συγχωνεύοντας σε συγκρητική ένταση αντιθέσεις και συνθέσεις ή θέτοντας υπό αμφισβήτηση τους αυστηρούς διπολισμούς. Μέχρι τώρα βέβαια δεν υπάρχει μια συστηματική ανάπτυξη αυτού του σχήματος, ωστόσο μπορεί να συστήσει την Ελλάδα ως μια ιδιότυπη και αξιοπρόσεκτη περίπτωση σε παγκόσμια κλίμακα.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ