Σε προηγούμενο άρθρο μας (24.1.2016) προσπαθήσαμε να οριοθετήσουμε τις βασικές συνταγματικές παραμέτρους της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι ο ισχύων νόμος (4339/2015) προσχωρεί στην αγοραία λογική της «βιωσιμότητας» και υποβαθμίζει τον επικοινωνιακό πλουραλισμό τόσο ως (εσωτερική) πολυφωνία όσο και ως (εξωτερική) πολυμέρεια. Εκτοτε μεσολάβησαν πολλές και πυκνές εξελίξεις, με έναυσμα ορισμένες ατυχείς εν πολλοίς πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, και αναδείχθηκαν κρίσιμα συνταγματικά θέματα, τα οποία εστιάσθηκαν αφενός μεν στο ποιος καθορίζει τον αριθμό των αδειών, αφετέρου δε στο ποιος μπορεί να δώσει αυτές τις άδειες. Θεωρώ λοιπόν σκόπιμο να επισημανθούν, συμπληρωματικά, και τα εξής:
Στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 επαναλήφθηκε συνειδητά (με επιμονή, ιδίως, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) η ρητή εξαίρεση της τηλεόρασης από τις προστατευτικές διατάξεις του Τύπου (άρθρο 15.1Σ), ενώ στο τροποποιημένο άρθρο 15.2Σ προβλέφθηκε ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης [ΕΣΡ] που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».
Αντικρουόμενες ερμηνείες


Με βάση λοιπόν αυτές τις σαφείς συνταγματικές επιταγές, ο καθορισμός του αριθμού των αδειών είτε από τον υπουργό (κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης) είτε, πολλώ μάλλον, από τη Βουλή, δεν προσκρούει, κατά την άποψή μου, στο Σύνταγμα, διότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί έκφραση του άμεσου κρατικού ελέγχου αλλά προέκταση της κανονιστικής ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Ως εκ τούτου τα κόμματα της αντιπολίτευσης δικαιούνται μεν να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση για το ότι δεν ανέθεσε αυτόν τον καθορισμό στο ΕΣΡ (κάτι βέβαια που δεν έκαναν ούτε η ΝΔ ούτε το ΠαΣοΚ όταν ήταν στην κυβέρνηση), αλλά η κριτική αυτή είναι αμιγώς πολιτική και πάντως δεν δικαιολογεί, επ’ ουδενί, την άρνησή τους να συμπράξουν στη συγκρότηση του ΕΣΡ. Αυτό συνιστά, σε κάθε περίπτωση, αδικαιολόγητο θεσμικό εκβιασμό (ανάλογο με αυτόν που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας…), ο οποίος βέβαια ενισχύει την επιχειρηματολογία ότι βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με τους σημερινούς ιδιοκτήτες των καναλιών ή, ακόμη χειρότερα, ότι ενίοτε λειτουργούν και σαν μακρά χειρ τους στον χώρο της Βουλής…

Αντίθετα, η αδειοδότηση των σταθμών, ως εξειδίκευση του άμεσου ελέγχου του κράτους –που κατά τα προεκτεθέντα υπηρετεί ορισμένες αρχές και αξίες –ανήκει αναμφίβολα και κατ’ αποκλειστικότητα στο ΕΣΡ. Η αντίθετη άποψη, η οποία διατυπώθηκε από την κυβέρνηση στην αιτιολογική έκθεση της προσφάτως ψηφισθείσας τροπολογίας της, ότι είναι άλλος ο άμεσος έλεγχος του κράτους, γενικά, και άλλος ο έλεγχος που ασκεί το ΕΣΡ (ο οποίος δήθεν αφορά μόνον τις «ελεγκτικές αρμοδιότητες της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας» και ταυτίζεται με τις διοικητικές κυρώσεις) όχι μόνον δεν μου φαίνεται πειστικός, εν όψει της ως άνω ρητής διατύπωσης, αλλά έρχεται και σε καταφανή αντίθεση με την αιτιολογική έκθεση που κατέθεσε η νυν κυβέρνηση, λίγο καιρό πριν, για τον ισχύοντα νόμο –στον οποίο εντάσσεται η τροπολογία… -, όπου διακηρύσσεται πανηγυρικά ότι «Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η ραδιοτηλεόραση υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος περιλαμβάνει και την υποβολή της επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής σε καθεστώς αδειοδότησης από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ)». Εν προκειμένω δηλαδή έχουμε δύο πλήρως αντικρουόμενες ερμηνείες, μία για τον νόμο και μία για την τροπολογία του, από την ίδια κυβέρνηση και για το ίδιο θέμα…

Συναίνεση έστω στο… και πέντε


Πέραν των ανωτέρω όμως, την αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ ως προς τις άδειες έχει κρίνει ήδη το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αποφάνθηκε κατηγορηματικά ότι: «Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης λειτουργεί στο πλαίσιο της θεσμικής εγγυήσεως του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή μη υποκείμενη σε διοικητικό έλεγχο, και ασκεί τον κατά την συνταγματική αυτή διάταξη άμεσο έλεγχο του Κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως, για την εξασφάλιση της αντικειμενικότητας, της ισότητας των όρων και της προαγωγής της ποιότητας των προγραμμάτων, καθώς και της τηρήσεως της δημοσιογραφικής δεοντολογίας» (ίδιες και οι ΣΤΕ 2951/2004 και 1901/2014).
Ως εκ τούτου, η απόφαση της κυβέρνησης να παρακάμψει το ΕΣΡ και να αναθέσει την αδειοδότηση στον υπουργό (και άρα σε υπαλλήλους που υπόκεινται σε αυτόν και όχι σε μέλη μιας ανεξάρτητης αρχής, που απολαμβάνουν καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) αντιβαίνει καταφανώς το Σύνταγμα και θα καταπέσει λογικά από το Συμβούλιο Επικρατείας, με βάση την ήδη διαμορφωθείσα νομολογία του. Συνακόλουθα η επιλογή αυτή, ακόμη και αν προσχωρήσουμε στην άποψη ότι υπαγορεύεται από γνήσιο ενδιαφέρον για τη ρύθμιση (και όχι για τον έλεγχο…) των τηλεοπτικών μέσων, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε θεσμικό εκτροχιασμό της όλης προσπάθειας και κατ’ επέκτασιν σε παράταση του καθεστώτος αβεβαιότητας και αδιαφάνειας.
Το μόνο λοιπόν που απομένει, για να μην έχει η προσπάθεια ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου την τύχη του «βασικού μετόχου», είναι, έστω και στο «και πέντε», να επιδιωχθεί συναινετικά ο επανακαθορισμός των νομοθετικών όρων της αδειοδότησης, με κύριους άξονες πρώτον, την πλουραλιστική αναδιάταξη του τηλεοπτικού τοπίου, δεύτερον, τον καθορισμό των αδειών είτε από το ΕΣΡ είτε, έστω, από τον υπουργό αλλά με ενεργότερο και αποφασιστικότερο τον ρόλο του ΕΣΡ (π.χ. δεσμευτική εισήγηση, που θα ανατρέπεται μόνο με ειδική αιτιολογία, ή παροχή σύμφωνης γνώμης) και, τρίτον, την παροχή των αδειών κατ’ αποκλειστικότητα από το ΕΣΡ, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συγκροτηθεί τάχιστα, χωρίς παλινωδίες και υπεκφυγές.
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ