Κλασσικό στην θεωρία παιγνίων (που είναι ένας τρόπος ερμηνείας ανθρωπίνης συμπεριφοράς εν όψει καταστάσεως εμπεριεχούσης αβεβαιότητα, την προοπτική «αμοιβών» ή «ποινών», μα και δυνατότητα επιλογής) είναι το λεγόμενο «δίλημμα του φυλακισμένου». Λέει ο εισαγγελεύς σε καθέναν χωριστά από δύο συλληφθέντες για έγκλημα (τους Α και Β), για τους οποίους δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία ώστε να καταδικασθούν χωρίς ομολογία από κάποιον απ’ τους δύο: «Αν ομολογήσετε αμφότεροι (χωριστά, όπως είπαμε, ο ένας απ’ τον άλλον), έκαστος θα «φάει» 2 χρόνια. Αν «καρφώσεις» τον Β μα ο Β δεν «καρφώσει» εσένα ή δεν ομολογήσει, αθωώνεσαι, μα ο Β θα «φάει» 3 χρόνια – και αντιστρόφως. Αν ουδείς ομολογήσει, έκαστος θα «φάει» 1 χρόνο με πιό ελαφρές κατηγορίες.» (Διάφορες παραλλαγές του παιγνίου είναι δυνατές.) Λογικά, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι να ομολογήσουν αμφότεροι ως το πιό βολικό ή ολιγώτερο βλαπτικό για τον καθένα ατομικά.

Μεταφέρατε τώρα το σκηνικό αυτό σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, καλή ώρα ως η μεταπολιτευτική ελληνική: Λέει το κόμμα Α: Αν δεν υποσχεθώ διορισμούς ή άλλα ρουσφέτια στους ψηφοφόρους, θα χάσω τις εκλογές. Λέει το κόμμα Β: Αν δεν υποσχεθώ τα ίδια ή περισσότερα, θα χάσω τις εκλογές. (Οπότε, πιθανότατα, θα κερδίσει είτε το πλέον πειστικό είτε το πλέον ανεύθυνο από τα δύο – με μόνο αστάθμητο παράγοντα την ευπιστία, την ενημέρωσι και τα τρέχοντα συμφέροντα των εκλογέων.) Ας υποθέσουμε όμως πως τα δύο κόμματα, Α και Β, λόγω «εθνικής ανάγκης», αποφασίζουν να επιδείξουν «υπευθυνότητα» και να αποφύγουν να υποσχεθούν παροχές, που είτε θα διαψευσθούν είτε θα βλάψουν την χώρα. Ναι, αλλά σε δημοκρατία, ποιός θα εμποδίσει τότε ένα τρίτο κόμμα, Γ, να παρουσιασθεί και να υποσχεθεί λαγούς με πετραχήλια; Ουδείς!

Γνωρίζοντας αυτό, τα Α και Β δεν συνεργάζονται ακόμη και αν οι «καιροί» είναι ομαλοί (ίσως μάλιστα τότε κυρίως): Υπερακοντίζουν σε υποσχέσεις παροχών, όχι επειδή κατ’ ανάγκην είναι εξ αρχής «διεφθαρμένα» ή «ανεύθυνα», μα επειδή, αν δεν δώσει υποσχέσεις το Α, θα δώσει το Β, δηλ. το Β θ’ αυξήσει τις πιθανότητές του να νικήσει σε εκλογές. Ακόμη δε και αν Α και Β συνεργασθούν, τότε είναι ωσάν να γίνωνται ένα κόμμα, ανοίγοντας τον δρόμο στο (όποιο) κόμμα Γ. Καθίσταται δηλ. αμείλικτη η δυναμική των πραγμάτων, εν πολλοίς ανεξαρτήτως του ποιό κόμμα ή και πρόσωπα ήταν/είναι στην εξουσία ή την εποφθαλμιούν. Απλώς τότε αυξάνουν υπερθετικά αι πιθανότητες την εξουσία (έστω και προσκαίρως) να κερδίσει το πιό ανήθικο, ανεύθυνο και καιροσκοπικό κόμμα, ο με ολιγωτέρους ηθικούς ενδοιασμούς δημαγωγός.

Συμπεράσματα: (1) Είχε δίκαιο ο Πάγκαλος όταν είπε «μαζί τα φάγαμε», διότι τελικός κριτής των όποιων φρούδων ή ανερματίστων υποσχέσεων είναι οι ψηφοφόροι, δηλ. ο λαός. Φέρει λοιπόν ευθύνη ο λαός – εκτός αν δεχθούμε πως όχι μόνο «σοφός» δεν είναι, μα πως πρόκειται για άμορφη μάζα, για αγέλη με μυαλό νηπίου. (2) Ποιός όμως φέρει την μεγαλυτέρα ευθύνη; Συνηθίζεται να λέγεται πως την φέρει η κυβέρνηση, ο ηγέτης, ο καλύτερα πληροφορημένος, ο εκτός αγέλης και επάνω από αυτήν. Πώς όμως ΄μπορεί να καταλογισθεί ανευθυνότης στο όποιο κόμμα εξουσίας, όταν αυτό, σε δημοκρατία, υφίσταται απ’ την όποια αντιπολίτευσι (ή κυβέρνησι) την πίεσι, που περιγράψαμε; Οταν δηλ. τα πράγματα απ’ την ιδία την δυναμική των οδηγούνται σε ένα αποτέλεσμα, που ουδείς ιδανικά θα ήθελε, μα προς το οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι (κόμματα και λαός) ωθούνται – περίπου όπως οι σαιξπηρικοί ήρωες, που άγονται και φέρονται απ’ την ειμαρμένη (ενίοτε εν γνώσει των), ενώ άλλα επιδιώκουν;

(Αυτό το «εν γνώσει των» ταιριάζει πολύ στον χώρο της πολιτικής: Λ.χ., μήπως δεν ήταν γνώστες των οικονομικών ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Σημίτης, ο Χριστοδουλάκης, ο Αλογοσκούφης; Ασφαλώς και ήταν! Μα δεν απέτρεψαν την υπερχρέωσι της χώρας, όσοι δηλ. δεν την επεδίωξαν κιόλας: Αλλοι λόγω προσωπικών παθών, άλλοι επειδή δεν θα ΄μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά – εκτός αν παραιτούντο, αλλά τι θα άλλαζε; Κάποιος άλλος, που ΔΕΝ θα έπραττε διαφορετικά, θα ερχόταν, ούτως ή άλλως.)

Δύο απαντήσεις

Δύο απαντήσεις χωρούν στο ανωτέρω ερώτημα (για την επίδρασι της δυναμικής των πραγμάτων): (Α) Αν, σε κάποιον βαθμό, η «εγωιστική» συμπεριφορά των κομμάτων εν δημοκρατία συγχωρήται ή και δικαιολογήται (ως αναπόφευκτη) όταν οι πολιτικοί και οικονομικοί καιροί είναι «ομαλοί», απ’ την άλλη, όταν η κατάσταση γίνεται έκρυθμη, άκρως επικίνδυνη για την ιδία την επιβίωσι του έθνους, το δημαγωγικό παιγνίδι πλέον δεν συγχωρείται ή δικαιολογείται. Διότι, απλούστατα, τότε δεν ισχύει η επίκληση της αγνοίας, το «κενό ενημερώσεως ή πληροφορήσεως» – και δεν αναφερόμαστε στον λαό, μέγα τμήμα του οποίου ΄μπορεί ακόμη και τότε να βολοδέρνει μες στις ονειρώξεις, την αφέλεια ή απελπισία του, μα αναφερόμαστε, ειδικά τότε, στους ζητούντες την ψήφο του. Τουλάχιστον αυτοί οφείλουν, τότε, να ξέρουν ποιά είναι η κατάσταση – κι αν δεν ξέρουν πράγματι, πολλώ δε μάλλον αν προσποιούνται πως δεν ξέρουν, τότε είναι ακατάλληλοι να κυβερνήσουν μία χώρα εν κινδύνω. Είναι απλώς δημαγωγοί του χειρίστου είδους.

Στο ατόπημα αυτό – της δημαγωγίας – έχουν υποπέσει όλα τα κόμματα κατά την τρέχουσα κρίσι, μα σε πολύ διαφορετικούς βαθμούς. Το ΠΑΣΟΚ, με το «λεφτά υπάρχουν», την εμβληματική υποχώρησι στις απαιτήσεις της συντεχνίας του λιμανιού σε σχέσι με την COSCO, την άρνησι να προχωρήσει σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και μείωσι των κρατικών δαπανών. Η ΝΔ, που τουλάχιστον είχε την φρόνησι, όταν έγινε κυβέρνηση μετά τα «Ζάππεια», να ξεχάσει ή, έστω, αναβάλει ταχύτατα τις υποσχέσεις της, με κύριο λάθος ότι δεν προχώρησε πιό αποφασιστικά στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και φοροελαφρύνσεων (με ταυτόχρονη μείωσι του Δημοσίου), ιδίως μετά τις ευρωεκλογές. (΄Μπορούσε όμως, αφού συγκυβερνούσε με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ (!) – και με μιά ισχυρή «λαϊκή» Δεξιά στις γραμμές της;) Προ πάντων όμως υπέπεσε στο ατόπημα αυτό ο Σύριζα (ενώ με παρεμφερή ρητορική πολιτεύθηκαν και πολιτεύονται ΧΑ, ΑΝΕΛ και ΚΚΕ), βλάπτων την χώρα ασύγκριτα, καθοριστικά περισσότερο και ταχύτερα, ίσως και μη αναστρέψιμα, απ’ ό,τι οποτεδήποτε την έβλαψαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (τα οποία κόμματα, τουλάχιστον, έχουν και πολλά καλά, εθνικής σημασίας, έργα να επιδείξουν). Γι’ αυτό και η ανευθυνότης και δημαγωγία του Συριζανέλ είναι ασυγχώρητες!

(Β) Αν η δυναμική των πραγμάτων ακόμη και εν δημοκρατία είναι τόσο ισχυρή, ώστε, συχνά, να παράγει βλαπτικά για το έθνος αποτελέσματα (λόγω κομματικών ανταγωνισμών), μήπως τότε πρέπει να εξετασθεί το πώς ΄μπορεί το όλον σύστημα να θωρακισθεί έτσι, ώστε να τίθενται όρια στο τι τα κόμματα ΄μπορούν να κάνουν ή να μη κάνουν, να υποσχεθούν ή να μην υποσχεθούν;

Αυτή βεβαίως είναι πολύ μεγάλη συζήτηση, καθώς αι σχετικές ιδέες και προτάσεις δεν ΄μπορούν, όλες, να χωρέσουν σ’ ένα άρθρο, πολλώ δε μάλλον να παρασχεθεί σχετική τεκμηρίωση. Ενδεικτικά όμως αναφέρω:

(1) Συνταγματική απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων στον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό (με πρόβλεψι για ανεξαρτήτους μηχανισμούς και φορείς σχετικών ελέγχων). Ετσι ώστε να σταματήσουν κυβερνήσεις να δανείζωνται αφειδώς για διορισμούς υπεραρίθμων ή άλλες αδικαιολόγητες παροχές.

(2) Συνταγματική θέσπιση πλαφόν κρατικών δαπανών ως % του ΑΕΠ.

(3) Ενίσχυση, στο Σύνταγμα, της αρχής φορολογήσεως με σεβασμό στην φοροδοτική ικανότητα. Κατάργηση πάσης φορολογήσεως περιουσίας ή κληρονομίας, ευθέως ή εμμέσως, μόνο φορολόγηση πραγματικών εισοδημάτων και προϊόντων/συναλλαγών.

(4) Ασυμβίβαστο βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητος.

(5) Κατάργηση νόμου περί «ανευθυνότητος» υπουργών.

(6) Κατάργηση μονιμότητος δημ. υπαλλήλων. Αξιολόγηση παντού και συνεχώς στο Δημόσιο.

(7) Αρση απαγορεύσεως λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ. Δίδακτρα στα δημόσια ΑΕΙ, για όσους δύνανται να τα πληρώνουν. (Ετσι ώστε η μεγάλη μάζα των φοιτητών ν’ αφοσιωθεί στις σπουδές της εις όφελος των ιδίων και της χώρας, τα δε ΑΕΙ, όλων των ειδών, να υποχρεωθούν σε συνεχή ανταγωνισμό και βελτιώσεις.)

(8) Υποχρέωση όλων των κομμάτων να δηλώνουν προκαταβολικά ότι σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους, ειδικά δε το κοινοβουλευτικό-δημοκρατικό πολίτευμα.

(9) Υποχρέωση όλων των κομμάτων να δηλώνουν προκαταβολικά τους φορολογικούς συντελεστές, που θα επιλέξουν, τους φόρους (και εισφορές) που θα βάλουν ή θα αποσύρουν, τις δαπάνες που θα κάνουν ή θα κόψουν.

(10) Μέτρα για ισχυροποίησι του ΠτΔ και για ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.

Η μεσαία τάξη

Καλά όλ’ αυτά, μα αφήσαμε για το τέλος ένα ακόμη, πολύ σπουδαίο, ερώτημα. Αι λεγόμενες «ανεπτυγμένες» ή «σοβαρές» δημοκρατικές χώρες, γιατί δεν υποφέρουν (ή υποφέρουν πολύ ολιγώτερο) από τα ελαττώματα, που έχουν στιγματίσει και σχεδόν σακατέψει την ελληνική δημοκρατία; Ή, γιατί η τελευταία είναι τόσο πιό λαϊκιστική και εν τέλει επικίνδυνη για την Ελλάδα απ’ ό,τι συμβαίνει στις προαναφερθείσες χώρες;

Η απάντηση είναι αρκετά σύνθετη – το δε «δέον γενέσθαι» δεν επιτυγχάνεται με νόμους και διατάγματα. Δεν είναι τόσο απλό.

Θ’ αναφέρω μία σκέψι, που έκανα με αφορμή την «Αραβική Ανοιξι». Γιατί σε κάποιες από αυτές τις χώρες δεν επέτυχε; Γιατί δεν ωδήγησε σε «δημοκρατία»; Διότι εν τέλει η δημοκρατία, για να υπάρξει, στεριώσει και λειτουργήσει, δεν αρκεί να δοθεί καθολικό δικαίωμα ψήφου και άδεια για κόμματα. Ακούεται απλό, θεωρούμε συχνά, στην σημερινή Δύσι, ότι το «η συμπολίτευση κυβερνά, η αντιπολίτευση ελέγχει» ή «η πλειοψηφία κυβερνά, με σεβασμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας» είναι αυτονόητα και λειτουργικά πράγματα. Κι όμως αυτό το τόσο απλό δεν ΄μπορεί να λειτουργήσει όταν υπάρχουν μεγάλες, έντονες, οξείες διαφορές μεταξύ διαφορετικών ομάδων στον πληθυσμό της χώρας. Ισως δεν υπάρχει η απαραίτητη εμπιστοσύνη, ίσως δεν υπάρχει ένα απαραίτητο ελάχιστο σύστημα κοινών αξιών.

Λ.χ., αν εγώ ανήκω στην φυλή (ή θρησκευτική ομάδα) Α, της Σαχάρας, τι να την κάνω την δημοκρατία (δεν την καταλαβαίνω καν) αν αυτή έχει ως αποτέλεσμα η διακυβέρνηση της όλης γεωγραφικής επικρατείας (άρα και της «΄δικής μου») να περάσει (έστω κατά πλειοψηφία, αυτό όμως είναι το πρόβλημα) στην φυλή Β, ή τις φυλές Β, Γ και Δ, με τις οποίες η ΄δική μου έχει αντιπαλότητα; Το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται στην Κύπρο. Το πρόβλημα αναφύεται και όπου μία ήδη «συγκροτημένη» κοινωνία ή έθνος σπάζει στα δύο (όρα τον αμερικανικό εμφύλιο), όπως αρκετές φορές συμβαίνει είτε για θρησκευτικούς είτε για πολιτικούς (και εν τέλει κοινωνικο-οικονομικούς) λόγους. Λ.χ., όποιος διαβάσει τις «αναλύσεις» διαφόρων στελεχών του Σύριζα ή της ΧΑ, ή «αντιεξουσιαστών», είναι δυνατόν να πιστεύσει με τα σωστά του ότι αυτοί οι άνθρωποι ΄μπορεί ποτέ να αποδεχθούν την «αστική» δημοκρατία, δηλ. τον σεβασμό στην αρχή της πλειοψηφίας, της πολυφωνίας, των ατομικών περιουσιακών δικαιωμάτων, την τήρησι των νόμων ως αναγκαία ακριβώς για την υλοποίησι της δημοκρατίας, τον σεβασμό στον πολίτη και την διαφορετική άποψι, κ.α.; Οταν δηλ. μία ομάς αδυνατεί, καλώς ή κακώς, να δεχθεί το γενικώτερο πλαίσιο κοινωνικής συμβιώσεως, δεν ΄πάει να υπάρχει είτε δημοκρατία είτε «δημοκρατία» μες στην χώρα – απλώς τα πράγματα οδηγούνται σε σύγκρουσι, συχνά ανελέητη. Ετσι έγινε με τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, με τον εθνικό διχασμό στην Ελλάδα, τον εμφύλιο κατόπιν – ή με το ότι ομάδες αναρχικών, αλλά και ευρύτερες ομάδες πολιτών, έχουν κάνει ή κάνουν κουρελόχαρτο την νομιμότητα και τα νόμιμα συμφέροντα άλλων πολιτών στην σημερινή Ελλάδα με αυθαίρετες ή άλλες δικαιολογίες – ένα είδος σιγοβράζοντος «μίνι» εμφυλίου πολέμου, που, πέραν όλων των άλλων προβλημάτων, προσφέρει δικαιολογία για τον λαϊκισμό των κομμάτων.

Η ανωτέρω ανάλυση παραπέμπει σε ένα συμπέρασμα, που οι αρχαίοι Ελληνες (όσοι ήταν δημοκρατικοί) ήξεραν πολύ καλά: Πως η δημοκρατία επιβιώνει, στεριώνει και μεγαλουργεί εκεί όπου υπάρχει ηυξημένη κοινωνική/εθνική συνοχή. (Να ένας ακόμη λόγος για τον οποίον αι «πολυ-πολιτισμικές» κοινωνίες, ιδίως αυτές που με το ζόρι γίνεται προσπάθεια να καταστούν τέτοιες, συνιστούν απειλή για την δημοκρατία.)

Αλλά πώς επιτυγχάνεται η πολυπόθητη κοινωνική/εθνική συνοχή; Καλά, η «εθνική» επιτυγχάνεται είτε με την απόκρουσι της πολυπολιτισμικότητος είτε με την αφομοίωσι των νεο-εισερχομένων ή των όποιων μειοψηφιών. Αλλά η κοινωνική;

Πάλι εδώ η γνώση της ιστορίας έρχεται αρωγός. Κοινωνική συνοχή και σταθερότης δημιουργούνται μόνο εκεί όπου αναπτύσσεται και αναπαράγεται ισχυρή μεσαία τάξη (στο πλαίσιο της εκάστοτε εποχής, εννοείται) – δηλ. η τάξη στο «κέντρο» της κοινωνικής ζωής, που γύρω της συναρθρώνονται αι άλλες τάξεις, μία ωρισμένη κοινωνική ιεραρχία, μία κυρίαρχη ιδεολογία και σύστημα αξιών, ιδανικά δε, εκεί όπου αυτή η «μεσαία τάξη» αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού (είτε σχετική είτε απόλυτη). Αυτό ακριβώς συνέβη με την εδραίωσι του «αστισμού» στις «ανεπτυγμένες» χώρες. (Αν θα συνεχίσει να συμβαίνει αποτελεί όμως ερώτημα – βλ. Π. Κονδύλη: «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού».)

Το βρεταννικό κατεστημένο, λ.χ., το ήξερε αυτό καλά – γι’ αυτό και επεξέτεινε το δικαίωμα ψήφου στον ενήλικα πληθυσμό όχι αμέσως, μα, σε αντίθεσι με την νεωτέρα Ελλάδα, σταδιακά, σε μιά πορεία άνω των 100 ετών. Αν το είχε δώσει αμέσως, π.χ., αρχές του 19ου αιώνος, όταν η Βρεταννία ήταν, χονδρικά, μοιρασμένη μεταξύ μιάς ελίτ «ευγενών» και μιάς τεραστίας μάζης εργατών γης και προλεταρίων, τι είδους κόμματα θα εισέρχονταν στο Κοινοβούλιο και τι είδους πολιτικές θα είχαν εφαρμοσθή; Θα είχε ενθαρρυνθή (εκτός αν γινόταν «προλεταριακή δικτατορία») η βιομηχανική ανάπτυξη; Θα είχε γίνει η χώρα μεγάλη δύναμη; Πολύ αμφιβάλλω. Μάλλον θα είχε ακολουθήσει ένα είδος «ελληνικού δρόμου» προς την «δημοκρατία», με τα γνωστά αποτελέσματα. Αλλ’ όταν ανεπτύχθη επαρκώς, λόγω αυξανομένης και διαχεομένης ευημερίας, μία «μεσαία τάξη», δηλ. μία μεγάλη αστική τάξη, στην Βρεταννία, τότε το δικαίωμα ψήφου έγινε καθολικό (μετά τον Α’ ΠΠ) – αλλά πλέον υπήρχε εκείνη η κοινωνική δύναμη, που πλέον ΚΑΙ διά δημοκρατίας αντιπροσώπευε και καθώριζε την κοινωνική/εθνική συνοχή, αναπαρήγε ευρέως αποδεκτές και επομένως συνεκτικές αντιλήψεις, ενώ έδινε ουσία και νόημα στην ιδία την δημοκρατία, ειδικότερα δε, εξασφάλιζε ευρεία κοινωνική αποδοχή (σε αντίθεσι, λ.χ., με την σημερινή Ελλάδα) στην ιδέα της ανάγκης για τήρησι νόμου και τάξεως.

Αλλωστε άρνηση του δικαιώματος πολιτικών επιλογών για τους πολίτες/υπηκόους, ολοκληρωτική όμως, παρετηρήθη και, λ.χ., στην ΕΣΣΔ του Στάλιν, διότι πώς αλλιώς θα δεχόταν ο πληθυσμός τις επίπονες διαδικασίες πρωταρχικής συσσωρεύσεως κεφαλαίου; Το δε σύστημα κατέρρευσε επειδή ακριβώς δεν κατώρθωσε να συγκροτήσει το αντίστοιχο μιάςισχυράς μεσαίας τάξεως όπως στην Δύσι, αλλ’ ούτε εδέχθη ή ΄μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνά μέσω μιάς τερατώδους τυραννίας όπως η της Β. Κορέας.

Στην άλλη άκρη της ηπείρου, στην Ελλάδα, για μιά σειρά λόγους, που δεν είναι του παρόντος, τόσο η βιομηχανική ανάπτυξη όσο ο σχηματισμός αστικής τάξεως (που ουδέποτε υπήρξε πράγματι ηγεμονική) υπήρξαν αναιμικές, αδύναμες, στρεβλές. Γι’ αυτό και έγινε ο εθνικός διχασμός, γι’ αυτό ο εμφύλιος, γι’ αυτό όταν ήλθε η κρίση δεν υπήρχε μία συνεκτική, ηγεμονική δύναμη, που θα επέβαλλε στα κόμματα να κάνουν το σωστό για να αντιμετωπίσουν την κρίσι, η οποία δύναμη (μία ισχυρή, αυθεντική «μεσαία» ή «αστική» τάξη) στο κάτω-κάτω από πολύ παλαιά θα είχε δραστικά περιορίσει τα λαϊκιστικά στοιχεία και πειρασμούς στην πολιτική των κομμάτων ώστε να μη φθάσει η χώρα στην υπερχρέωσι και κατάρρευσι.

Χωρίς λοιπόν μία τέτοια τάξη, χωρίς αντίστοιχη συνεκτική ιδεολογία, η κοινωνία, τώρα ιδίως που στέρεψαν τα δανεικά, ήδη κατακερματίζεται σε επιμέρους συμφέροντα, που πολεμούν το ένα το άλλο χωρίς αρχές, χωρίς τον σεβασμό στην νομιμότητα, την αξιοκρατία και την υποχρέωσι λογοδοσίας (accountability), που μία τέτοια τάξη επιβάλλει και καλλιεργεί.

Το δε μεγαλύτερο δυστύχημα (πέραν του λαθρομεταναστευτικού, που αποτελεί θανάσιμη απειλή όχι μόνο για την δημοκρατία, μα για την ιδία την υπόστασι του έθνους μας – όχι ότι πολλοί «Ελληνες» πλέον δείχνουν να νοιάζωνται) είναι το ότι αυτό το αχαλίνωτο πολιτικό σύστημα, που στήσαμε ή αφήσαμε να στηθεί, αυτό που μία ισχυρή, ηγεμονική (πλην σχεδόν ανύπαρκτη) αστική τάξη θα είχε χαλιναγωγήσει και συμμαζεύσει, τώρα έχει στραφή κατά αυτής της πολυπληθούς μεν, μα όχι ηγεμονικής, μεσαίας τάξεως, που είχε σχηματισθή στην χώρα τις τελευταίες 10ετίες. Μάλιστα δε, την διαλύει, προκειμένου να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες πολιτικές πελατείες, που όμως δεν συνεισφέρουν θετικά ούτε στην αντιμετώπισι της κρίσεως ούτε στην οικονομική ανάταξι της χώρας.

Κυρίως αυτό γίνεται μέσω της εξοντωτικής φορολογήσεως (προεξάρχοντος του φόρου κατοχής ακινήτων, η οποία κατοχή είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής, ιδίως, μεσαίας τάξεως), ώστε η λεγομένη «μεσαία τάξη» να μην έχει πιά καμμιά πιθανότητα να παραμείνει «μεσαία», πολλώ δε μάλλον να εξελιχθεί σε ηγεμονική. Αλλος τρόπος με τον οποίον αυτό γίνεται είναι μες απ’ την αποθέωσι της αναξιοκρατίας – στο Δημόσιο, την εκπαίδευσι, παντού σχεδόν. Ομως η περαιτέρω αποδυνάμωση αυτής της τάξεως θα τελειώσει και την ελληνική δημοκρατία, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο σε κάθε κοινωνιοπαθή, ψυχοπαθή και εξτρεμιστή, επίδοξο δικτατορίσκο. Αυτά ακριβώς καλείται να σκεφθεί κάθε στοιχειωδώς υπεύθυνο πολιτικό κόμμα ή αρχηγός σήμερα.