Από την περασμένη εβδομάδα η κυβερνητική τακτική χειρισμών της δημόσιας ζωής περιγράφεται άριστα με την λαϊκή ρήση, της οποίας το κόσμιο τμήμα διαβάσατε στον τίτλο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά υποσχέθηκε έναν αλλιώτικο, αγγελικά πλασμένο κόσμο, χωρίς αδικία και κοινωνικούς αποκλεισμούς, μια χώρα που βγαίνει θριαμβεύτρια από το οικονομικό τέλμα που την αφανίζει, παραδίδοντας ταυτοχρόνως μαθήματα ηθικής στην υποκριτική Ευρώπη, που μετανοεί πικρά για την απανθρωπιά της, χαμηλώνει τα μάτια και κλίνει ταπεινά το γόνυ μπροστά στο αλά -ΣΥΡΙΖΑ ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς. Έναν σκληρό χρόνο μετά, η Κυβέρνηση δείχνει (ή θέλει να δείχνει) στριμωγμένη ανάμεσα στην ιδεολογία που πούλησε και στη σκληρή αλήθεια του «μακράν καλύτερου μνημονίου όλων των εποχών» .

Καλά να πάθει – έσπειρε ανέμους και τώρα θερίζει θύελλες, θα μπορούσε να πει κανείς. Και θα είχε δίκιο αν δεν επρόκειτο για το αύριο ολόκληρης της χώρας. Επειδή όμως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν άμυαλο έφηβο που όταν υποστεί τις συνέπειες της αφροσύνης του θα συνετιστεί και την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτικός, η συνεισφορά του λοιπού πολιτικού κόσμου αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να είναι το σταύρωμα των χεριών περιμένοντας την κατρακύλα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γιατί μαζί τους θα βυθιστεί στο χάος και ολόκληρη η χώρα. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν ξέρει τι να κάνει. Εθισμένη στις ανέξοδες καταγγελίες, τα υπερήφανα όχι, και εξαργυρώνοντας θεωρίες αξιοπρέπειας, είναι λογικό να πονάει τώρα που έχει να βγάλει τα κάστανα από την ίδια φωτιά που απερίσκεπτα τροφοδοτούσε επί χρόνια.

Οι εμπειρίες ενός χρόνου διακυβέρνησης δεν δείχνουν να βοήθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Εντυπωσιάζει η έλλειψη ρεαλισμού και σχεδίου. Εντυπωσιάζει η απέχθεια στα νούμερα και στα μετρήσιμα αποτελέσματα. Η ανάπτυξη, οι μεταρρυθμίσεις, η πορεία των αποκρατικοποιήσεων δεν είναι φιλοσοφικές αναζητήσεις. Η ίδια η καθημερινότητα είναι νούμερα που πρέπει να μπορείς να τα διαβάζεις, να τα αποκωδικοποιείς να αξιολογείς τις επιπτώσεις τους και να μετουσιώνεις σε πολιτική πράξη.

Καλή η συμπαράσταση στα δίκια των αγροτών όταν είναι τζάμπα, αλλά, με τι πρόσωπο να ζητήσει τριπλασιασμό των ασφαλιστικών εισφορών τους, χωρίς σχεδιασμό και ουσιαστικά αναπτυξιακά μέτρα για τον πρωτογενή τομέα;

Καλός κι ο αγώνας των δημοσίων υπαλλήλων που κουτσουρεύτηκε ο μισθός τους κι ένιωσαν να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια τους με τις μετατάξεις και τις διαθεσιμότητες, αλλά, πώς να κόψει τώρα ως κυβέρνηση τις συντάξεις τους;

Για τις επενδύσεις και τον ιδιωτικό τομέα, ούτε λόγος. Βρικόλακες του καπιταλισμού τους ανέβαζε, εκπροσώπους του ανάλγητου κεφαλαίου τους κατέβαζε. Με τέτοιο παρελθόν, ποιους μπορεί να πείσει ως Κυβέρνηση να επενδύσουν στη χώρα; Ποιος ανόητος θα ρισκάρει τα χρήματά του πέρα από «επαγγελματίες κοράκια» που καιροφυλακτούν πότε θα πνέουμε τα λοίσθια όλοι μαζί, ώστε να αξίζει τον κόπο το ρίσκο;

Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνθηκε στο συναίσθημα και κατάφερε να πλανέψει τα πλήθη. Έτσι πορεύτηκε και ως Κυβέρνηση. Καλό το συναίσθημα και χρήσιμο ως κινητήρια δύναμη για υπερβάσεις και άλματα, αλλά δεν φτάνει. Όταν δεν αναγνωρίζεις το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις πως περιμένεις να προσεγγίσεις, πόσο μάλλον να το λύσεις; Το συναίσθημα σπρώχνει τα πόδια προτού υπάρξει σίγουρος δρόμος και τελικά οδηγεί σε άλμα στο κενό. Το ζήσαμε το καλοκαίρι και το ξαναζήσαμε τον Σεπτέμβρη.

Έχοντας σπαταλήσει όλη τη δυναμική του συναισθήματος που είχε κατακτήσει, η Κυβέρνηση βρίσκεται άλλη μια φορά μπροστά στο σάλτο μορτάλε, τo μεγάλο δίλημμα: να τολμήσει δύσκολες και επώδυνες αποφάσεις ουσιαστικά να κυβερνήσει ή να επαναλάβει άλλη μια φορά τον εαυτό της προκηρύσσοντας εκλογές;

Υπό τις παρούσες οριακές συνθήκες, το δίλημμα γίνεται υπαρξιακό για τη χώρα και ως τέτοιο οφείλει να το αντιμετωπίσει το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας την κατάρρευση της Κυβέρνησης θα κερδίσουμε την πιο Πύρρεια νίκη που μπορώ να φανταστώ: θα χαρούμε μια στιγμή επιβεβαίωσης και μετά θα θρηνούμε την υπόλοιπη ζωή μας επειδή στο βωμό της ακαμψίας μας θα έχουμε θυσιάσει την Ελλάδα. Αξίζει;

Η Χαρά Κεφαλίδου είναι Βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης