Σαν κάτι συµπεθέρες που αντάλλασσαν επισκέψεις όχι επειδή αγαπούσε η μία την άλλη, αλλά για να μπορούν μετά να αλληλοκατηγορούνται βάσει στοιχείων. Οι εν Ελλάδι χρήστες των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης συμπεριφερόμαστε σαν τις πεθερές που ανιχνεύουν τη σκόνη κάτω από τον καναπέ (των άλλων), τον λεκέ στο πουκάμισο (των άλλων) και κοστολογούν με ακρίβεια τον νέο πολυέλαιο (των άλλων). Φαρμακερά σχόλια για όλους και για όλα. Για τις κυρίες που είχαν συρρεύσει σε καταστήματα γνωστής αλυσίδας (οικονομικών) ειδών ένδυσης προκειμένου να αγοράσουν επώνυμα ρούχα σε προνομιακή τιμή και για όσους στήθηκαν έξω από μαγαζί της Κηφισιάς για να προμηθευτούν το νέο μοντέλο διάσημης μάρκας παπουτσιών.
Ακόμη και αν θεωρήσουμε πως συμπεριφορές όπως οι δικές τους προκαλούν σε μια εποχή οικονομικής στενότητας, μήπως να τους αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να επενδύσουν τα χρήματά τους όπου θέλουν; Την ίδια στιγμή, στον λαιμό θα καθίσει ο καφές των θαμώνων του κεντρικού café-εστιατορίου το οποίο, από τότε που ανακαινίστηκε, έχει προκαλέσει θύελλα διαδικτυακών αντιδράσεων για την «πόρτα» του: για άλλους είναι εξαιρετικά αγενής, για άλλους εξαιρετικά φιλόξενη –κυρίες και κύριοι που το έχετε επισκεφθεί, αποφασίστε και (κυρίως) μην τσακώνεστε!
Καθηλωµένοι στο «ανοιχτό» παράθυρο που λέγεται Internet, παρακολουθούμε και καυτηριάζουμε, όχι πάντα με τον πιο κομψό τρόπο, πάντα όμως εν θερμώ. Τόσο, που χάνουμε το όποιο δίκιο μας. Προ ημερών, κάποιος ανέβασε μια συνέντευξη της Νάνας Μούσχουρη στην οποία μιλούσε αυστηρά για τους Ελληνες και όλοι σπεύσαμε να την περάσουμε γενεές δεκατέσσερις. Χωρίς να προσέξουμε πως επρόκειτο για δηλώσεις που είχαν γίνει πέντε χρόνια πριν. Την είχαμε περιποιηθεί τότε (όχι αδίκως, κατά τη γνώμη μου, αυτό όμως είναι άλλο θέμα), την ξαναβρίζουμε σήμερα από κεκτημένη ταχύτητα. Και από κεκτημένη οργή, που ανεξέλεγκτη ξεσπάει μέσω Facebook και Twitter.
Παρομοίως, ορισμένοι ειρωνεύονται την Ελενα Ακρίτα που «εξακολουθεί να εισπράττει μέρος της σύνταξης του πατέρα της», τη στιγμή που, όπως η ίδια έχει διευκρινίσει (φτάνοντας μέχρι τη Δικαιοσύνη), παρότι τη δικαιούνταν, την έχει διακόψει εδώ και χρόνια. Ετσι σχολιάζουμε και γάμους που δεν έγιναν, φαντασιωνόμαστε (διασταυρώνοντας αδιασταύρωτες και ψευδείς πληροφορίες) γεγονότα ανύπαρκτα και τα κρίνουμε με την αυστηρότητα εισαγγελέα, βρίζουμε (και μπλοκάρουμε) όσους διαφωνούν μαζί μας στα πολιτικά, εμπιστευόμαστε χρήστες-φαντάσματα που κρύβονται πίσω από ψεύτικους λογαριασμούς και διασπείρουν μέσα από αυτούς απίστευτες μπαρούφες, τις οποίες καταπίνουμε αμάσητες. Τα ψεύδη καπελώνουν την αλήθεια. Η απαξίωση γίνεται δηλητήριο. Ο φθόνος καλπάζει με τις πιο προηγμένες διαδικτυακές ταχύτητες. Η ιντερνετική διαπόμπευση γίνεται συνήθεια, καθημερινή ρουτίνα, χόμπι. Αφήνουμε, λοιπόν, τη συγκυρία να μας κάνει ακόμη και βίαιους απέναντι στους άλλους. Ξεχνώντας πως «οι άλλοι» μπορεί σε λίγο να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Πως η μετατροπή του Διαδικτύου σε αρένα δεν συμφέρει κανέναν από εμάς, τη στιγμή που όλοι μπορεί να βρεθούμε ανά πάσα στιγμή στο κέντρο της.
Τέσσερα χρόνια πριν, έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών αποκάλυπτε πως το κουτσομπολιό στο γραφείο ή στο σπίτι πέρασε πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Το 1/3 των χρηστών δήλωνε πως το σερφάρισμα στο Facebook είναι χάσιμο χρόνου, αλλά εξακολουθεί να επισκέπτεται συχνά τον λογαριασμό του. Το 56% των χρηστών δήλωνε ότι απλώς παρακολουθεί τους φίλους του, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Πρόσφατα, αμερικανοί επιστήμονες ανακοίνωσαν τα συμπεράσματα δικής τους έρευνας, σύμφωνα με τα οποία, αν κάποιος χρησιμοποιεί το Facebook για να κατασκοπεύει τη ζωή των άλλων, τότε θα ζει για να ζηλεύει (τι κατάντια!), θα πάθει κατάθλιψη, θα γίνει επιθετικός. Πρότειναν στους χρήστες να αναλογιστούν τους κινδύνους και να αποφύγουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Ας αναλογιστούμε και εμείς, ως πότε θα αφήνουμε τη συμπεθέρα που κρύβουμε μέσα μας, αυτή τη σκοτεινή και αρνητική πλευρά του εαυτού μας που πρέπει να πατάξουμε, να σερφάρει ελεύθερη;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ