Το Βήμα – The New York Times
Άλλοτε ο θάνατος ενός δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν θα έφερνε την Αμερική στο χείλος μίας συνταγματικής κρίσης. Αλλά ήταν μία διαφορετική χώρα, με ένα διαφορετικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Στη σημερινή Αμερική, με το σημερινό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο θάνατος του Αντονίν Σκάλια άνοιξε την πόρτα στο χάος.
Στην πραγματικότητα ο θάνατος ενός δικαστή θα έπρεπε στη χειρότερη περίπτωση να προκαλέσει μία μικρή αναταραχή σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, το δικαστήριο υποτίθεται ότι είναι πάνω από την πολιτική. Επομένως όταν μένει μία θέση κενή, ο πρόεδρος απλά προτείνει υποψηφίους και η Γερουσία εγκρίνει εκείνον που κρίνει ότι έχει τα καλύτερα προσόντα και απολαμβάνει του σεβασμού όλων.
Φυσικά στην πραγματικότητα τα πράγματα ποτέ δεν ήταν τόσο αγνά. Οι δικαστές πάντα είχαν πολιτικές προτιμήσεις και η διαδικασία επιλογής πάντα προκαλούσε διαμάχες. Ωστόσο, ποτέ η κατάσταση δεν ήταν όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε τώρα, στην οποία οι Ρεπουμπλικάνοι διακήρυξαν ότι ο πρόεδρος Ομπάμα δεν έχει το δικαίωμα ούτε καν να προτείνει αντικαταστάτη για τον Σκάλια – και όχι, το γεγονός ότι ο Ομπάμα θα εγκαταλείψει σύντομα το αξίωμα δεν το δικαιολογεί (ο δικαστής Κένεντι διορίστηκε στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην προεδρία). Και ποτέ άλλοτε μία άδεια θέση στο δικαστικό σώμα δεν έχει προκαλέσει τόσο μεγάλο προβληματισμό. Όπως επισημαίνουν όλοι, χωρίς τον Σκάλια, υπάρχει ίσος αριθμός Ρεμπουπλικάνων και Δημοκρατικών δικαστών – κάτι το οποίο σημαίνει αναβολή σε πολλές αποφάσεις. Και δεν μπορεί κανείς να πει πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση.
Αν εκλεγεί Δημοκρατικός στον Λευκό Οίκο αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι διατηρήσουν τη Γερουσία, πότε θα εγκρίνουν οι Ρεπουμπλικάνοι κάποιον που θα προτείνει ο πρόεδρος; Πώς βρεθήκαμε σε αυτή την κατάσταση; Μέχρι έναν βαθμό η απάντηση βρίσκεται στη όξυνση της κομματικής πόλωσης που είναι εμφανές ότι έχει αυξηθεί σε κάθε διάσταση της αμερικανικής πολιτικής. Αλλά θα ήταν ιδιαίτερα παραπλανητικό να δείχναμε μόνο σε αυτόν τον παράγοντα. Πρώτον το να επικρίνουμε τον κομματισμό, μπορεί να το κάνει να φανεί σαν να μιλάμε μόνο για κακούς τρόπους, ενώ στην ουσία αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι βαθιές διαφορές στην ουσία. Δεύτερον είναι πολύ σημαντικό να μην έχουμε αυταπάτες: μόνο ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα συμπεριφέρεται σπασμωδικά.
Ακόμη και αν είναι κανείς απογοητευμένος με όσα έκανε ο πρόεδρος Ομπάμα, είναι γεγονός ότι αύξησε σημαντικά τη φορολογία των πλουσίων, διεύρυνε δραματικά το κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, εφάρμοσε περισσότερους ελέγχους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενθάρρυνε την ανανεώσιμη ενέργεια και προχώρησε στη διπλωματία με το Ιράν. Οποιοσδήποτε Ρεπουμπλικάνος θα τα ακύρωνε όλα αυτά, σε μία απότομη στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν μη τι άλλο, οι προεδρικοί υποψήφιοι δείχνουν να συμφωνούν στο ότι ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος δεν μείωσε αρκετά τους φόρους προς τους πλούσιους και ότι δεν χρησιμοποίησε αρκετά βασανιστήρια.
Πέρα από αυτά, υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε τακτικές και συμπεριφορές. Οι Δημοκρατικοί δεν προσπάθησαν ποτέ να αποσπάσουν παραχωρήσεις απειλώντας να αποκόψουν τον δανεισμό των ΗΠΑ, προκαλώντας χρηματοπιστωτική κρίση. Οι Δημοκρατικοί δεν αμφισβητούν συστηματικά τη νομιμοποίηση των προέδρων του άλλου κόμματος. Πως μπορεί να επιλυθεί αυτό; Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι μία Ρεπουμπλικανική σαρωτική νίκη –αν και θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, δίνουν οι υποψήφιοί τους την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα κόμμα που είναι έτοιμο να κυβερνήσει; Ή μπορεί να πιστέψουμε ότι μία λαϊκιστική εξέγερση από τα αριστερά είναι έτοιμη να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Αλλά αν συνεχίσει αυτή η διαίρεση στην κυβέρνηση, είναι δύσκολο να αποφευχθεί το χάος.