Σάββατο πρωί στο Βυζαντινό Μουσείο και ομολογώ πως περίμενα περισσότερο κόσμο. Οχι, βέβαια, τις ουρές που σχηματίζονται έξω από τα μουσεία και τις γκαλερί του Λονδίνου, του Παρισιού και του Βερολίνου όταν παρουσιάζεται μια σημαντική έκθεση –δεν συγκινούμαστε εύκολα με τέτοιες δράσεις εδώ -, αλλά μόλις τέσσερα άτομα, εμείς και δύο κυρίες, είναι πολύ λίγα για τον Φώτη Κόντογλου. Αναδρομική έκθεση, λοιπόν, η οποία παρουσιάζει «το ζωγραφικό του έργο, κοσμικό και θρησκευτικό, αλλά και, για πρώτη φορά ταυτόχρονα, την προσωπικότητά του ως λογοτέχνη, κριτικού, ερευνητή των βυζαντινών χρωμάτων και συντηρητή». Πολύ ωραία στημένη, εξαιρετικά κατατοπιστική (έμαθα πολλά πράγματα που δεν γνώριζα), συγκινητική, έτσι όπως διά του ζωγραφικού ιδιώματος του «Κυδωνιέως» (όπως συχνά υπέγραφε ο Κόντογλου τους πίνακές του) αποτυπωνόταν η βυζαντινή, μεταβυζαντινή, αλλά και η λαϊκή παράδοσή μας. Εχοντας πρόσφατα ταξιδέψει στο Αϊβαλί (πατρίδα του ζωγράφου), μία από τις πιο όμορφες και «τρυφερές» μικρές πόλεις που έχω δει, και έχοντας διαβάσει τα κείμενα με τις αναμνήσεις του (κανένας δεν έχει περιγράψει τόσο γλαφυρά το μέρος), αισθάνθηκα πως με αυτή την έκθεση συμπλήρωσα μία ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό της Μεγάλης Ελλάδας, όχι με την έννοια της επικράτειας, αλλά όπως την έχω εγώ στο μυαλό μου, ενός κόσμου πολιτισμού και δημιουργίας.
Μετά το Βυζαντινό, κατηφορίσαµε προς το Μουσείο Μπενάκη, της οδού Πειραιώς. Εδώ, οι επισκέπτες στην αναδρομική έκθεση του χαράκτη Τάσσου, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του και τα 30 από τον θάνατό του, ήταν περισσότεροι από εκείνους του Κόντογλου, πάλι όμως λίγοι. Και αυτή η έκθεση θαυμάσια. Ωραία στημένη και με ξεχωριστή σημασία, καθώς «παρουσιάζονται για πρώτη φορά έργα που έφερε στο φως η έρευνα, γνωστά μόνο από τη βιβλιογραφία, αφανή έως σήμερα, καθώς και επιλεγμένο υλικό από τη δουλειά του Α. Τάσσου στις γραφικές τέχνες». Η Ελλάδα της έμπνευσης και της δημιουργίας στα καλύτερά της.
Στην έξοδο πιάσαμε την κουβέντα για τις μαγικές ιδιότητες της τέχνης: Εκείνη την ημέρα είχαμε ξεκινήσει χωρίς πολύ κέφι, καθένας με ένα σωρό σκοτούρες στο μυαλό του, χωρίς να είμαστε σίγουροι πως θέλαμε να πάμε στα μουσεία, αλλά αποφασίζοντας να το κάνουμε με βαριά καρδιά, έτσι για να περάσει η ώρα. Ξαφνικά, όμως, ήμασταν αισιόδοξοι και σχεδόν ευτυχείς. Ολα αυτά τα χρώματα, η ομορφιά, η δύναμη των έργων που φιλοτέχνησαν δύο άνθρωποι με ταλέντο, αλλά και η αίσθηση μιας πατρίδας που σε κάνει να νιώθεις υπερήφανος, ήρθαν να φτιάξουν τη διάθεσή μας. Σχολιάσαμε πάλι με θλίψη την έλλειψη επισκεπτών.
Λίγες ηµέρες µετά διάβασα στο Διαδίκτυο ένα κείμενο του Γιώργου Τούλα, ο οποίος, αναφερόμενος στη Θεσσαλονίκη, έγραφε: «Κάθε φορά που συζητώ με κόσμο που ταξιδεύει στο εξωτερικό, όλοι λένε με ενθουσιασμό πόσο απήλαυσαν μια επίσκεψη σε ένα μουσείο, τι ωραίες εκθέσεις είδαν, τι αγόρασαν ως αναμνηστικά από τα πωλητήριά τους. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να λατρεύουν τα μουσεία του εξωτερικού και να αδιαφορούν για όσα συμβαίνουν στα μουσεία της πόλης τους;». Ο δημοσιογράφος προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις κάνοντας λόγο για ένα απαίδευτο πολιτιστικά κοινό και αποδίδοντας ευθύνες στο κράτος και τα ΜΜΕ. Στα ίδια συμπεράσματα καταλήξαμε κι εμείς, κάνοντας τρομακτικές προβλέψεις για το μέλλον μας, το μέλλον μιας χώρας όπου λόγω έλλειψης επισκεπτών τα μουσεία έχουν βάλει λουκέτο. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία, αλλά για κάτι που έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει, για μια κατάσταση που, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης, διαρκώς θα επιδεινώνεται. Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί. Μοναδική ελπίδα για να αποτραπεί ο προαναγγελθείς θάνατός τους είναι ο πολίτης που μπορεί ακόμη να πληρώσει το χαμηλό (συνήθως) εισιτήριο και να στηρίξει τις εκθέσεις τους. Ο πολίτης που θα καταλάβει πως η επαφή με την τέχνη δεν είναι πολυτέλεια, αλλά δώρο ζωής. Πάμε μουσείο, λοιπόν!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ