Για περίπου τρεις δεκαετίες, ως τις αρχές της τρέχουσας, η Ελλάδα γνώριζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι υποδομές βελτιώθηκαν, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων ανέβηκε σημαντικά, άρχισε να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και οι κοινωνικές παροχές σε πολλούς τομείς, όπως στις συντάξεις, τον ξεπέρασαν. Ολα αυτά έγιναν είτε με κοινοτικά κονδύλια (που για άλλον λόγο δίνονταν και για άλλον χρησιμοποιούνταν) είτε με δανεικά του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Και όταν οι πόροι στέρεψαν, η χώρα χρεοκόπησε, η οικονομία κατέρρευσε.
Αν και έχει αποδειχθεί ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη, εν τούτοις κάθε φορά που κάποιος μάς το υπενθυμίζει σαν κακομαθημένα παιδιά διαμαρτυρόμαστε, βγαίνουμε στους δρόμους, φωνάζουμε, χτυπιόμαστε, τα σπάμε για… το παιχνίδι που μας πήραν και το θέλουμε πίσω. Τη μία μάς φταίει το ΔΝΤ, την άλλη οι Γερμανοί και την τρίτη ο νεοφιλελευθερισμός (στη χώρα του υπέρμετρου κρατισμού), όταν μας λένε ότι πρέπει να αλλάξουμε.
Οπως για παράδειγμα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την περασμένη εβδομάδα που είπε ότι είναι δύσκολο για τη χώρα μας να λύσει τα προβλήματά της δίχως το εργαλείο της υποτίμησης. Γιατί το είπε αυτό; Διότι για να βγει η οικονομία από το τέλμα της ύφεσης και να ανακάμψει η χώρα ένας δρόμος υπάρχει: να παράγει και να πουλάει προϊόντα και υπηρεσίες που να μπορούν να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει. Διότι δεν υπάρχουν κορόιδα να μας πληρώνουν στο όνομα της κοινοτικής αλληλεγγύης ή να μας δίνουν δανεικά και αγύριστα.
Για να γίνουμε παραγωγική χώρα, θα πρέπει να υπάρχει σωστή υποδομή, δηλαδή ένα σωστό νομοθετικό και λειτουργικό πλαίσιο που να ευνοεί και να διευκολύνει την παραγωγή. Και στη συνέχεια να πουλάμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές. Στην περίπτωση του ευρώ αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μείωση του κόστους παραγωγής, με ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης όπως αυτό που προβλέπουν τα μνημόνια. Ομως δεν έχει βρεθεί μια κυβέρνηση που να πιστεύει στη λογική και στη φιλοσοφία τους. Που να έχει δικό της σχέδιο εξόδου από την κρίση με στόχους και συγκεκριμένη στρατηγική και όχι να ψηφίζει αποσπασματικά μέτρα για την καταβολή της δόσης.
Από τη στιγμή λοιπόν που αδυνατούμε να κάνουμε κτήμα μας το Μνημόνιο, τότε ο άλλος τρόπος για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία είναι το όπλο της υποτίμησης. Μόνο που αυτό προβλέπει εισαγωγή εθνικού νομίσματος. Αλλά και αυτό δεν είναι πανάκεια. Πάλι θα πρέπει να γίνουν όλες οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, στο νομοθετικό και λειτουργικό πλαίσιο, για να έχουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Μόνο που τη φορά αυτή η ανταγωνιστικότητα θα επιτυγχάνεται μέσω της υποτίμησης, η οποία όμως φέρνει πληθωρισμό και μείωση της αγοραστικής δύναμης.
Με άλλα λόγια, ευρώ και δραχμή είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, το οποίο δεν είναι άλλο από την παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Μόνο που η όψη του ευρώ παρέχει περισσότερες εξασφαλίσεις ότι η χώρα θα πετύχει διότι το πλαίσιο είναι συγκεκριμένο και δεν υπάρχει ο πειρασμός του Χολαργού…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ