Η πολιτική ιστορία και κατ’ επέκταση η ιστορία μιας χώρας είναι ενίοτε γραμμένη σε άρθρα και διατάξεις εκλογικών νόμων.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους, ηττήθηκε με μεγάλη διαφορά εδρών εξαιτίας των παραδόξων του εκλογικού συστήματος. Η συνέχεια είναι σε όλους γνωστή. Ισως όμως δεν είναι τόσο γνωστό ότι το 1936 η απλή αναλογική «έβαλε το χεράκι της» για την αναρρίχηση του μετέπειτα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Η Ελλάδα ήταν τότε σε κατάσταση παρατεταμένης αστάθειας και ένας από τους βασικούς λόγους ήταν η αδυναμία σύναψης βιώσιμης συμφωνίας για το χρέος με το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, την τρόικα εκείνης της εποχής.
Το ζήτημα του εκλογικού νόμου, που επανέρχεται στην επικαιρότητα με τη δήλωση πρόθεσης της κυβέρνησης να τον τροποποιήσει, είναι μείζον για τη λειτουργία του πολιτεύματος, για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας, συνολικά θα έλεγα για την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε ο συνταγματικός νομοθέτης στην αναθεώρηση του 2001, με τη διάταξη του άρθρου 54, προέβλεψε ότι για να ισχύσει ένας νέος εκλογικός νόμος από την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο θα πρέπει να έχει ψηφιστεί από την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου της Βουλής.
Η επιλογή του εκλογικού συστήματος πρέπει να υπηρετεί την πολιτική σταθερότητα και όχι να είναι μια α λα καρτ κατασκευή ανάλογα με τις κομματικές σκοπιμότητες και τις συγκυρίες μιας συγκεκριμένης περιόδου.
Και δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε καλό ιστορικό προηγούμενο, αφού έχουν εφαρμοστεί 14 εκλογικά συστήματα! Σύμφωνα με τον Arend Lijphart, κορυφαίο αναλυτή εκλογικών συστημάτων, η Ελλάδα είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στην αστάθεια των εκλογικών συστημάτων. Από το 1844, χρονιά που καθιερώθηκε συνταγματικά η ψηφοφορία στην Ελλάδα, ως το 1923 οι βουλευτικές εκλογές γίνονταν με πλειοψηφικό σύστημα. Από το 1926 υπήρξε εναλλαγή πλειοψηφικού και αναλογικού, ως το 1956. Οι εκλογές του 1956 ακολούθησαν ένα μεικτό σύστημα με διαφοροποίηση των εκλογικών περιφερειών ανάλογα με τον αριθμό των βουλευτών τους. Το σύστημα αυτό, γνωστό ως τριφασικό, καταγγέλθηκε με δριμύτητα από την αντιπολίτευση. Στη Μεταπολίτευση οι εκάστοτε εκλογικοί νόμοι εισήγαγαν διαφορετικά εκλογικά συστήματα ενισχυμένης αναλογικής με διάφορες παραλλαγές.
Η αρχιτεκτονική ενός εκλογικού νόμου είναι μεν ένα δύσκολο παζλ με πολλές παραμέτρους, όμως η στόχευση είναι καθαρή: η ανάδειξη βιώσιμων κυβερνήσεων. Οχι απαραιτήτως αυτοδύναμων. Ο εκλογικός νόμος πρέπει να είναι μια «χρυσή τομή», το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην αντιπροσωπευτικότητα, στην τοπική εκπροσώπηση και βεβαίως στην εξάλειψη φαινομένων διαπλοκής και αδιαφανούς χρηματοδότησης.
Ειδικά το όριο εισόδου στη Βουλή λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλίδα στην πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού. Επειδή η μνήμη δεν πρέπει να είναι κοντή, ας θυμηθούμε τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και την περίοδο αστάθειας από τον Ιούνιο του ’89 ως τον Απρίλιο του 1990, για να σχηματιστεί τελικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την προσθήκη του βουλευτή Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ, που είχε αποσπάσει συνολικά 0,67%. Στη Βουλή που είχε σχηματιστεί τότε είχαν επίσης κερδίσει δύο έδρες οι Μουσουλμάνοι Ροδόπης – Ξάνθης με ποσοστό 0,70% και μία έδρα οι Οικολόγοι – Εναλλακτικοί με ποσοστό 0,77%. Στις εκλογές του 2007, αν είχε εφαρμοστεί απλή αναλογική θα έμπαινε στη Βουλή συνδυασμός με 0,15%!
Υπάρχουν επίσης και άλλες παράμετροι που θα έπρεπε να εξεταστούν σοβαρά σε σχέση με το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Η μείωση του ποσοστού εισόδου θα μπορούσε να ανοίξει παράθυρο για τη δημιουργία κόμματος με αναφορά στο τουρκικό προξενείο της Θράκης. Επίσης θα ενισχύονταν τα φαινόμενα διαπλοκής, ειδικά στην Περιφέρεια, αφού για την είσοδο στη Βουλή θα απαιτούνταν πάνω κάτω μόλις 20.000 ψήφοι (ανάλογα με το εκλογικό μέτρο). Είναι εύκολο να φανταστούμε τους προέδρους των τοπικών ποδοσφαιρικών σωματείων καθώς και τους τοπικούς καναλάρχες να παίζουν ρόλο «ρυθμιστή» σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό.
Σε ό,τι αφορά το μπόνους στο πρώτο κόμμα, ασφαλώς και η ισχύουσα πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες συνιστά στρέβλωση της λαϊκής κυριαρχίας και νοθεύει την αντιπροσωπευτικότητα του πολιτεύματος. Το μπόνους των 50 εδρών, το οποίο σημειωτέον δίδεται στο πρώτο κόμμα ακόμη και αν η εκλογική του επίδοση είναι χαμηλή, πρέπει να περιοριστεί.
Οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, ειδικά η περιφέρεια-μαμούθ της Β’ Αθήνας, παρουσιάζουν στρεβλώσεις. Οι στρεβλώσεις αυτές πλήττουν τη σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ εκλογέων και βουλευτών. Αυτό το γεγονός συνιστά το ουσιώδες πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η ενδεχόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου, καθώς η εθνική απήχηση η οποία συχνά συνοδεύει την εκλογή βουλευτών σε μεγάλες περιφέρειες ξεπερνά τα όρια της διαπλοκής. Σε κάθε περίπτωση είναι πλέον κοινό μυστικό ότι η διαπλοκή είναι πολύ ισχυρότερη στις μικρές εκλογικές περιφέρειες.
Η αυθεντικότερη έκφραση της λαϊκής έκφρασης μπορεί και πρέπει να συνδεθεί με την ανάγκη σταθερής διακυβέρνησης, διακυβέρνησης που δεν υπηρετείται αποκλειστικά και μόνο από αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Το φρένο όμως στην παραδοσιακή αλαζονεία των μονοκομματικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την «αλαζονεία» του «ρυθμιστή» του 2% ή, πολύ περισσότερο, ενός χαμηλότερου ακόμα ορίου, ιδιαίτερα στη χώρα μας που έχει να αντιμετωπίσει ανοικτά εθνικά ζητήματα.
Η Δημοκρατία πρέπει να παρέχει εργαλεία προκειμένου να βρίσκονται λύσεις. Ο κίνδυνος όμως επιβολής λύσεων στο όνομα της Δημοκρατίας μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επιζήμιος…
Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι πρώην υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ