Αν έπρεπε να επιλέξω από τα προβλήματα που ταλανίζουν τα πανεπιστήμιά μας, τα τρία πιο βασικά θα έλεγα ότι είναι: η ενδημική βία (διαλύσεις συνεδριάσεων, μαθημάτων, καταλήψεις, κλοπές κ.ά.) που μας καθιστά έναν βαθιά μη δημοκρατικό οργανισμό σε μια δημοκρατική χώρα. Η αγνόηση της εκπαίδευσης ως προτεραιότητας διαχρονικά από τις περισσότερες κυβερνήσεις και τους πολιτικούς, γιατί ένας τέτοιος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δεν χωρά σε μικροπρόθεσμα, εκλογοκεντρικά σχέδια. Η εσωστρέφεια, γιατί η όποια ανάπτυξη, ανανέωση και κινητικότητα, βασικές ακαδημαϊκές συνιστώσες, περιορίζονται κυρίως σε εσωτερικές διεργασίες, όπως π.χ. εξελίξεις των (ίδιων) ΔΕΠ που σε συνδυασμό με τον περιορισμό των νέων προκηρύξεων δεν βοηθούν στην ανανέωση του δυναμικού, διοικήσεις χωρίς τα απαραίτητα επαγγελματικά εφόδια κ.τ.λ. Βέβαια υπάρχει και η οικονομική δυσπραγία που ήρθε να προστεθεί και να αναδείξει με τον χειρότερο τρόπο τις δομικές παθογένειες. Είναι πραγματικός άθλος ότι, παρ’ όλα αυτά, τα πανεπιστήμια επιβιώνουν ακαδημαϊκά και κάποια διακρίνονται κιόλας, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην ιστορία τους (brand name, εγκατεστημένες εργαστηριακές υποδομές, εκπαιδευτική και ερευνητική φήμη κ.ά.) που κρατάει και προσελκύει ακόμη καλούς φοιτητές.
Το θεσμικό πλαίσιο έχει δυστυχώς αναδειχθεί σε μια άλλη πηγή ταλαιπωρίας. Δεν έχουμε ακόμη αξιωθεί να συμφωνήσουμε ποιο είναι το καλύτερο! Αντί εξαρχής να αντιγράψουμε (ενσωματώνοντας και τις όποιες εγχώριες ιδιομορφίες) το πλαίσιο οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας που λίγο-πολύ είναι παρόμοιο σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια, θεωρούμε ότι αυτό πρέπει να έχει πολιτικές, κομματικές και ιδεολογικές ιδιότητες και άρα να αλλάζει συνεχώς, λες και είναι… πατέντα της κάθε κυβέρνησης (αν όχι και του εκάστοτε υπουργού Παιδείας)! Στο ισχύον νομικό πλαίσιο έγινε σημαντική δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση και μπορεί να θεωρηθεί –αν και με κάποια προβλήματα –ότι είναι ένα σύγχρονο πλαίσιο που επιτρέπει μεταρρυθμίσεις. Το ψήφισαν όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, στη συνέχεια υπέστη τόσες παρεμβάσεις προς το χειρότερο που κάποιες διατάξεις του δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Για παράδειγμα, νομοθετήθηκε ότι οι εξετάσεις πρέπει να γίνονται αμέσως μετά από 13 εβδομάδες διδασκαλίας με μία μόνο επαναληπτική τον Σεπτέμβριο. Ολοι οι μετέπειτα υπουργοί με νομικά τεχνάσματα επέβαλαν τις συνεχείς επαναληπτικές για όλους σε όλα τα μαθήματα, ανεξαρτήτως παρακολούθησης και διδασκαλίας, μετατρέποντας τα πανεπιστήμια σε εξεταστικά κέντρα και τους φοιτητές σε… αιωνίως εξεταζόμενους! Οι επιτροπές ερευνών που ο ισχύων νόμος δίνει τη δυνατότητα να μεταβληθούν σε πιο ευέλικτους οργανισμούς παρέμειναν ως είχαν με συνεχώς φθίνουσα και μη ανταποδοτική δραστηριότητα. Τα συμβούλια ιδρύματος (εξαιρετικά χρήσιμος θεσμός) περιορίστηκαν σε άχαρες προεπιλογές διοικήσεων αντί να γίνουν αυτά που θα έδειχναν τον δρόμο για την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Με άλλα λόγια, η μεταρρυθμιστική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου δεν βελτίωσε ουσιαστικά τις δομικές παθογένειες.
Τώρα η νέα «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση άρχισε πάλι το ξήλωμα. Ξανά διάλογοι, που πάλι εμποδίζονται από τις ίδιες «συλλογικότητες» που εξέθρεψαν αρκετοί από τους τώρα διαλεγόμενους. Θέλουν να εκλέγονται και πάλι οι διοικήσεις από όλους, να επαναφέρουν τις κάλπες για να τις κλέβουν, το άσυλο και άλλα που μας επιστρέφουν στο παρελθόν. Αυτά φαίνεται να εκλαμβάνονται ως η πεμπτουσία της «επαναφοράς της δημοκρατίας» σε έναν χώρο που δεν μπορείς ελεύθερα να πεις ούτε τη γνώμη σου, που σε κλέβουν, σου καταστρέφουν το γραφείο και το εργαστήριο και δεν μπορείς να φωνάξεις την Αστυνομία –και να το κάνεις, πάλι δεν έρχεται! –και όλα αυτά ανεξάρτητα από το αν το περιβόητο άσυλο είναι θεσμοθετημένο ή όχι.
Πρέπει να υπερασπιστούμε το πανεπιστήμιο από την επιχειρούμενη οπισθοδρόμηση. Πρέπει όμως παράλληλα να παραδεχθούμε ότι τις ευκαιρίες για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη που μας έδωσε το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν τις αξιοποιήσαμε όπως έπρεπε αλλά και πάλι βολευτήκαμε με τα παλιά υλικά και τις ίδιες νοοτροπίες. Αν δεν αλλάξουν αυτά, πραγματικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να γίνουν!
Η κυρία Μαρία Μιμίκου είναι καθηγήτρια του ΕΜΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ