«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χαρά της παρηγοριάς απαντά σε βαθιές απαιτήσεις…». (Ουμπέρτο Εκο)
Ο λαϊκισμός, ως ιδεολογική ηγεμονία μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, διαπερνά «οριζόντια» ως πολιτική έκφραση, πολιτιστικό εποικοδόμημα, αντίσταση στην ορθολογική-κοινωνική οργάνωση, δημαγωγία, αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας και νοοτροπία το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις της ελληνικής ιδιαιτερότητας από τη δυτικοευρωπαϊκή: πρώτον, στην Ελλάδα ο λαϊκισμός, αδίκως κατά τη γνώμη μου, τείνει να ταυτιστεί με το ήθος, την πολιτική πρακτική και την ιδεολογία της μεταπολιτευτικής Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς (όπως καθορίστηκε από την ηγεμονία του ΠαΣοΚ), ενώ στην Ευρώπη η αναφορά στον λαϊκισμό καλύπτει τους δεξιούς και ακροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς που συγκροτούνται στη βάση ενός αντι-μεταναστευτικού και ευρωσκεπτικιστικού λόγου. Δεύτερον, ο ακραίος και ανεύθυνος αντι-λαϊκισμός, ο οποίος δαιμονοποιεί φανατικά κάθε αναφορά στον λαό, τείνει σε τελική ανάλυση να υπονομεύει την ίδια τη διαφωνία, τον πλουραλισμό, την ανάγκη μείωσης των τερατωδών κοινωνικών ανισοτήτων στο όνομα της αναφοράς στον ρεαλισμό και στο εφικτό.
Ενας κοινά αποδεκτός ορισμός του λαϊκισμού είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζών αποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης. Μέσα από αυτή την οπτική, ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, η διαρκής διέγερση του θυμικού του, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που τον ευχαριστούν, χωρίς όμως να τον ωφελούν, κατατείνουν στην εξασφάλιση της εύνοιάς του σε όλα τα επίπεδα. Μια δημοκρατία του θυμικού, μια συναισθηματική δημοκρατία, στη λειτουργία της οποίας σχεδόν όλοι εγκλωβιζόμαστε με ασυνείδητα συγκινησιακά κριτήρια (το «νέο» που ελπίζουμε ότι θα ανατρέψει το διεφθαρμένο παλιό κ.ά.) έχει ως ορατή συνέπεια την υιοθέτηση μηχανισμών παρηγοριάς, ως ανακούφιση της ανθρώπινης οδύνης, που εκπηγάζει από τις ατελείωτες διαψεύσεις, ταπεινώσεις και στρεβλώσεις της ίδιας της πραγματικότητας.
Το βίωμα απουσίας προοπτικής για το μέλλον και επένδυσης στην ελπίδα καλλιεργεί συστηματικά τη διαβρωτική για τη σκέψη και τον αναστοχασμό ηδονοθηρική λαϊκιστική ρητορεία.
Ας εξετάσουμε πολύ σχηματικά δύο επίκαιρες εκφράσεις του λαϊκισμού:
Μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της μόνης ισχύουσας για τη χρεοκοπημένη χώρα μας πολιτικής, αυτής της θανατηφόρας θεραπευτικής αγωγής των μνημονίων, η εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ αλλάζει τις ισορροπίες στο σύνολο του πολιτικού σκηνικού.
Ωστόσο, οι κατά την πρόσφατη υπουργική θητεία του οριζόντιες απολύσεις επαγγελματικών κατηγοριών (καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, δημοτικοί αστυνόμοι), η πρόθεσή του για κατάργηση της διαύγειας, η διαφαινόμενη εκ προοιμίου απόρριψη κάθε συναίνεσης με την κυβέρνηση για το απόλυτο αδιέξοδο του Ασφαλιστικού, η τακτική συμμαχία με τα λαϊκιστικά-ακροδεξιά στοιχεία της ΝΔ δεν προδιαγράφουν μια ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αντι-λαϊκιστική στροφή.
Στην άλλη όχθη, το δομικό πρόβλημα του εθνικο-λαϊκισμού της δυσαρμονικής συνύπαρξης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η αριστερή ρητορική «για όλα φταίνε οι ξένοι και ο νεο-φιλελευθερισμός», το πέρασμα από το αντιμνημόνιο στο μνημόνιο και από το ΟΧΙ και στο ΝΑΙ, η συχνή έκφραση καθεστωτικής νοοτροπίας, το τεράστιο έλλειμμα προτάσεων για την υιοθέτηση μιας γνήσια μεταρρυθμιστικής αριστερής ατζέντας εκτός μνημονίων, οι εξαγγελίες για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και της δημόσιας υγείας ενώ καθημερινά καταρρέουν, η πεισματική άρνηση για συμμαχίες και συνεργασίες με συλλογικότητες και τεχνοκράτες εκτός στενού κομματικού πυρήνα προοιωνίζονται μάλλον την κατάρρευση του φαντασιακού και ηθικού πλεονεκτήματος της «πρώτη φορά Αριστεράς» με ανυπολόγιστες ιστορικές συνέπειες.
Η αναμέτρηση της σχέσης του ατόμου και της ομάδας με την πολύπλοκη πραγματικότητα είναι ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση της ταυτότητας. Οταν η ταυτότητα, ατομική και συλλογική, υπονομεύεται και το άτομο βιώνει ένα επώδυνο κενό και μια ναρκισσιστική αιμορραγία, έχει δύο επιλογές: είτε να στραφεί ενάντια στον εαυτό του, είτε να προστρέξει σε αναγκαίους μηχανισμούς αναπλήρωσης, ικανούς να του προσφέρουν, έστω παροδικά, την αναγκαία για την ψυχική επιβίωσή του παρηγοριά και αυταπάτη.
Η βασική υπόθεση εργασίας μας είναι ότι ο λαϊκισμός προσφέρει, μέσα από τη συνενοχή του πολιτικού συστήματος με τον λαό, ένα παρηγορητικό πλαίσιο επιβίωσης του ατόμου και της ομάδας, χρησιμοποιώντας όμως ένα φάσμα ασυνείδητων πρωτόγονων αμυνών, όπως η σχάση, η πρωτόγονη εξιδανίκευση, η προβολή, η προβλητική ταύτιση (καλό / κακό, τα αρνητικά μας στους άλλους, ο παντοδύναμος αρχηγός, για όλα φταίνε οι άλλοι κ.ά.)
Η διάψευση της πραγματικότητας και η ήττα της σκέψης και της απαραίτητης ψυχικής διεργασίας έχουν ως βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα την αδυναμία του ατόμου και της κοινωνικής ομάδας να ζουν με την έλλειψή τους, την ευθραστοποίηση των κοινωνικών δεσμών, την αδυναμία εσωτερίκευσης της ευθύνης, την καταστροφή των συμβολικών έναντι των φαντασιακών δεσμών, την υιοθέτηση μιας λειτουργίας ναρκισσιστικής ψευδο-παντοδυναμίας ως άμυνας απέναντι στην ενοχή και την καταθλιπτική κατάρρευση.
Ισως η καλύτερη και εν τω βάθει κατανόηση αυτής της λειτουργίας του λαϊκισμού να μας επιτρέψει την επεξεργασία αυθεντικών μεταρρυθμιστικών σχεδίων στη βάση του ορθολογισμού, της παράδοσης του Διαφωτισμού και της υιοθέτησης ωριμότερων ατομικών και συλλογικών μηχανισμών άμυνας απέναντι στην απειλητική εξωτερική πραγματικότητα. Η συλλογική αναζήτηση της νοηματοδότησης της ιστορίας μας θα πρέπει να αναδεικνύει την άρνηση του λαϊκισμού σαν αντίσταση απέναντι σε μια ιστορία χωρίς νόημα.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Πανεπιστημίου, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ