Οι θετικές επιστήμες θα λύσουν τα σημαντικότερα προβλήματα του ανθρώπου. Οχι μόνο τα πρακτικά αλλά και τα υπαρξιακά. Η χημεία είναι ένα φοβερό γνωστικό εργαλείο, «ένα μάτι που τα βλέπει όλα… και εισβάλλει στις σκοτεινές ρωγμές της γης, στα αόρατα σωματίδια της καρδιάς σου» λέει ο καθηγητής Προτάσοφ στην αφελή και θαμπωμένη Μέλανι.
Μέσα στους δοκιμαστικούς σωλήνες του νεαρού επιστήμονα κυλάει η ουσία της ζωής. Προσηλωμένος στα πειράματά του, κλεισμένος νυχθημερόν στο εργαστήριό του, αναζητάει την αρχή του παντός από το κύτταρο ενός φυκιού. Η κριτική ικανότητα, η δύναμη της παρατήρησης και της ανάλυσης, η λογική: αυτά είναι τα ισχυρότερα όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος και με αυτά θα μπορέσει να σπάσει τα δεσμά του και να φτάσει σε ύψη δυσθεώρητα.
Ολες οι αρχές του Διαφωτισμού αποτυπώνονται στην κοσμοθεωρία του Προτάσοφ: ο άνθρωπος που σκέφτεται είναι πραγματικά ελεύθερος. Ο άνθρωπος που σκέφτεται είναι γαλήνιος και λαμπερός. Η αδελφή του, η Λίζα, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Γράφει ποιήματα για τους ανθρώπους που ζουν σε ανήλιαγα μέρη και είναι τυφλοί και η ομορφιά τούς είναι άγνωστη. Ισως επειδή βίωσε κάποτε μια τραγική εμπειρία –είδε τη ζωή «όπως είναι, γεμάτη βρωμιά, κτηνωδία, αδικαιολόγητη σκληρότητα» –που την έστειλε στο σανατόριο. Δεν αντέχει το κόκκινο χρώμα. «Είμαι μια σακάτισσα, ένα τέρας» λέει η ίδια για τον εαυτό της.
Η «σακάτισσα» αυτή είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται την απειλή που κυκλώνει το σπίτι των Προτάσοφ, τώρα που η επιδημία της χολέρας έχει οξύνει τα πνεύματα και έχει οδηγήσει τον λαό σε απόγνωση. Κανένας όμως δεν παίρνει στα σοβαρά τα λόγια της. «Πάλι ξεδιπλώνεις τις μαύρες σου φτερούγες, Λίζα;» τη ρωτάει ο αδελφός της, όταν εκείνη, σαν άλλη Κασσάνδρα, προφητεύει την επανάσταση. Το μίσος ανθεί, λέει η Λίζα, και μια μέρα θα στραφεί εναντίον σας: ενάντια στον αδελφό της και στη γυναίκα του Ελένα, ενάντια στον ζωγράφο Βάγκιν που νοιάζεται μόνο για την αποτύπωση της ομορφιάς στα έργα του, ενάντια στην αμόρφωτη Μέλανι που πούλησε την ψυχή της και την τάξη της για την ασφάλεια των χρημάτων, ενάντια στον Τσεπούρνι, τον κυνικό κτηνίατρο που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και τον θεωρεί άχρηστο, δυσάρεστο ον.
Μα ποιοι θα μπορούσαν να με μισούν; αναρωτιέται ο πωρωμένος μελετητής της οργανικής ύλης. Ποιοι και για ποιον λόγο θα μπορούσαν να μισούν έναν καλλιτέχνη όπως ο Βάγκιν, αφοσιωμένο στο κάλλος; «Επειδή τους αφήσατε τόσο πίσω, επειδή αποξενωθήκατε από αυτούς, επειδή αδιαφορείτε για τη δύσκολη, απάνθρωπη ζωή τους» επιμένει η Λίζα. «Επειδή είστε καλοταϊσμένοι και καλοντυμένοι. Το μίσος είναι τυφλό αλλά εσείς είστε λαμπεροί και θα σας δει»: ιδού μία από τις πιο ανατριχιαστικές περιγραφές του ταξικού μίσους διά στόματος της σαλεμένης ηρωίδας του Γκόρκι, ο οποίος γράφει «Τα παιδιά του ήλιου» το 1905, κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, όταν περνάει ένα σύντομο διάστημα στη φυλακή.
Ο συγγραφέας στέκεται επικριτικά απέναντι στην ιντελιγκέντσια της εποχής που αδυνατεί να συνδεθεί με την πραγματικότητα και μένει εγκλωβισμένη στον μικρόκοσμό της αλλά και απέναντι στα μέλη της εργατικής τάξης, τα οποία στο έργο αυτό παρουσιάζονται με όλα τα πάθη και τις απωθητικές αδυναμίες τους. Ο Νίκος Μαστοράκης συνέλαβε τις παραμέτρους του κειμένου και τις απέδωσε με μια αφοπλιστική απλότητα.
Αποδεικνύεται πράγματι ανακουφιστικό στις ημέρες μας να βλέπει κανείς μια παράσταση που δεν βασίζεται καθόλου στα ευρήματα (με μόνο τέτοιο την «επιστράτευση» της πρώτης σειράς των καθισμάτων των θεατών για να κάθονται οι ηθοποιοί φεύγοντας από τη σκηνή). Κλίμα αβίαστο, έμφαση στις ερμηνείες (όλοι οι ηθοποιοί είναι καλοί, αν και ιδιαίτερα απολαυστική η Ιωάννα Μαυρέα ως γκουβερνάντα) και αποτέλεσμα ήπιας γοητείας, λες και το κείμενο εκσυγχρονίζεται αυτόματα με μερικές απλές αποφάσεις που αφορούν την αφαίρεση του περιττού «δράματος» και την ελεγχόμενη αποστασιοποίηση –μια cool διάθεση, για να το πω αλλιώς. Μια βασική ένστασή μου αφορά κυρίως την ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη ως Προτάσοφ. Παρόμοια εντύπωση δίνει και η Φωτεινή Μπαξεβάνη ως Μέλανι. Ο ταλαντούχος ηθοποιός υπέπεσε μάλλον στο κλασικό λάθος της νεότητας και της αυτοπεποίθησης –έτσι ανά πάσα στιγμή τον βλέπουμε να κάνει τον έξυπνο απέναντι στον ρόλο, να τον «σχολιάζει»: Κοιτάξτε πόσο αστεία κάνω τον ζαβό! μοιάζει να λέει. Παρόμοια εντύπωση όμως δίνει και η Φωτεινή Μπαξεβάνη: μετά βίας συγκρατείται να μη βάλει τα γέλια με την κακόμοιρη, «χαζή» Μέλανι την οποία υποδύεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ