Είναι πολύ δύσκολο πλέον να μένεις στην κορυφή για πολλά χρόνια. Ουσιαστικά πρέπει να έχεις πετύχει να αρέσεις στον κόσμο, να αξίζεις και να αγαπάς αυτό που κάνεις, το οποίο θα το κάνεις έντιμα, γιατί το κοινό πλέον δεν μπορείς να το ξεγελάσεις ούτε γι’ αστείο. Υπάρχει λοιπόν μία τηλεοπτική περίπτωση η οποία δικαιώνει όλα τα παραπάνω.
Το πρόγραμμα που παρουσιάζει ο Σπύρος Παπαδόπουλος, το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» στον Alpha, το οποίο λειτουργεί πλέον «θεραπευτικά». Θεραπευτικά απέναντι στο γενικότερο συναίσθημα, δηλαδή το συνονθύλευμα λύπης, απογοήτευσης και φόβου. Θεραπευτικά απέναντι σε μια ευτελισμένη τηλεοπτική ψυχαγωγία που δεν τιμά τον ρόλο της. Θεραπευτικά απέναντι σε έναν τομέα όπως είναι το ελληνικό τραγούδι το οποίο βρίσκει την κατάλληλη σκηνή για να αναδείξει καλούς και άξιους εκπροσώπους του. Ο ίδιος ο Σ. Παπαδόπουλος, πάντα σε χαμηλούς τόνους, παραμένει εν μέρει αποστασιοποιημένος, σχεδόν παρατηρητής της παράστασης που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σκηνοθέτησε. Ο λόγος στη διάρκεια της εκπομπής δίνεται στους δημιουργούς και η σκυτάλη πολύ γρήγορα περνά στη δύναμη της ερμηνείας και των εκδηλώσεων χαράς και κεφιού των παρευρισκομένων.
Στο πλατό τού «Στην υγειά μας, βρε παιδιά» έρχεται να διαψευστεί και μία ακόμη πλάνη της εποχής: αυτή που ισχυρίζεται πως ο κόσμος θέλει σουξέ, θέλει μέτριους ως και άφωνους ερμηνευτές, προϊόντα μιας υποβαθμισμένης τηλεοπτικής κουλτούρας και μιας ριαλιτζίδικης ψευδαίσθησης που τιμάται ανά τις παραλιακές πίστες με πανέρια και γαρίφαλα.
Εδώ αυτά δεν χωράνε, δεν επιτρέπονται, δεν δικαιολογούνται. Σημαντικοί ποιητές των οποίων οι στίχοι μελοποιήθηκαν, μουσικοί, μαέστροι, τραγουδιστές, μέλη ορχηστρών και χορευτικά συγκροτήματα είναι αυτά που πρωταγωνιστούν και αναδεικνύονται. Σκυλάδικο με την έννοια του νεο-lifestyle δεν χωρά.
Εξίσου σημαντικό το στοιχείο που αφορά το εύρος των γενιών που παρουσιάζονται. Η εκπομπή δεν είναι ιστορική, «προγονολατρική». Δίπλα στον Γκάτσο, στον Ελύτη, στον Τσιτσάνη, στη Μοσχολιού, στον Ζαμπέτα και στον Ασιμο θα σταθούν με σεβασμό και αξία ο Καραμουρατίδης, η Ζουγανέλη, ο Χαρούλης, ο Μωραΐτης, η Μποφίλιου. Στο επίκεντρο είναι το ελληνικό τραγούδι, καμία φίρμα, καμία σταρούμπα, κανένα ψώνιο. Αυτά είναι για κάνα εξώφυλλο, άντε και για κάνα πρωινάδικο ή μερικά τοκ σόου που θεωρούν τον χαβαλέ ύψιστη τηλεοπτική αξία. Εδώ εντοπίζεται και η αξία της συγκεκριμένης εκπομπής: στην επιμονή της να πηγαίνει κόντρα σε ένα ρεύμα που καλλιεργεί ψευδαισθήσεις μουσικά και τηλεοπτικά. Το ότι γυρίζει την πλάτη στο «Β» που θεωρεί εαυτόν «Α» κεφαλαίο.
Αυτό όλο λοιπόν δεν γίνεται με αυτόματο πιλότο. Θέλει καπετάνιο και όραμα τηλεοπτικό, θέλει στάση ζωής και ισχυρό επιχείρημα. Ο έλληνας τηλεθεατής έχει ανάγκη να ακούσει να τραγουδιέται ο καημός, η ξενιτιά, ο έρωτας, η πατρίδα, η γυναίκα, ο άντρας, η αγάπη, το συναίσθημα, η μοναξιά. Φτάνει η καψούρα, το σέξι και η φτήνια. Γκώσαμε, αδέλφια. Στην υγειά του Σπύρου, λοιπόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ