Επειτα από έναν χρόνο στην εξουσία και εμπλοκή του με τη διαπραγμάτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πήρε τουλάχιστον πέντε μαθήματα από την Ευρώπη:
Πρώτον, η Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ενωση –ΕΕ) δεν αλλάζει απλά και μόνο επειδή το θέλει μια χώρα-μέλος. Η Ευρώπη αλλάζει μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και μέσα από ευρύτερους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ως εκ τούτου η αρχική φιλοδοξία του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει την Ευρώπη δεν απέδωσε. Η Ευρώπη δεν άλλαξε. Δεν άλλαξε προς την κατεύθυνση, δηλαδή, που θα ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλαγές έγιναν στην Ευρώπη αλλά μάλλον προς διαφορετική από την επιθυμητή κατεύθυνση. Στο πολιτικό επίπεδο και παρά τις περιπτώσεις Πορτογαλίας και Ισπανίας σημειώθηκε ενίσχυση συντηρητικών, ακροδεξιών, εθνικιστικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της Πολωνίας και της Γαλλίας με την ενίσχυση του Εθνικού Μετώπου. Σε τομεακό επίπεδο η Ευρώπη άλλαξε ως αποτέλεσμα παραγόντων όπως οι ισχυρές ροές προσφύγων/μεταναστών και η τρομοκρατία. Η μαζική εισροή προσφύγων είχε, π.χ., κλονίσει σε επικίνδυνο βαθμό το «καθεστώς Σένγκεν» για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, μια αλλαγή που επίσης δεν θα πρέπει να ικανοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιες άλλες θετικότερες αλλαγές, όπως π.χ. η θέσπιση ενός επενδυτικού πακέτου από τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ή η έναρξη της ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να αποδοθούν στην παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Δεύτερον, η δημοκρατική έκφραση σε μια χώρα δεν ακυρώνει τις δημοκρατικές διαδικασίες στις υπόλοιπες (27) χώρες-μέλη της Ενωσης. Κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην έναρξη της θητείας της ήταν η επίκληση του εκλογικού αποτελέσματος στην Ελλάδα ως δικαιολογητική βάση για την αποφυγή δεσμεύσεων και όρων μνημονίων στη δανειακή ενίσχυση της χώρας. Το επιχείρημα έλεγε ότι στις εκλογές ο λαός καταψήφισε το Μνημόνιο και ως εκ τούτου η Ευρώπη θα έπρεπε να σεβαστεί την ετυμηγορία αυτή και να ακυρώσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: εκτός από την Ελλάδα υπάρχουν και άλλα 27 εκλογικά σώματα (και κοινοβούλια), μεταξύ των οποίων και μεγαλύτερων κρατών-μελών (Γερμανίας, Ολλανδίας κ.ά.), που στηρίζουν τις μνημονιακές δεσμεύσεις και όρους. Και αναποφεύκτως επικράτησε αυτή η άποψη. Βεβαίως το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ΟΝΕ και των εθνικών δημοκρατικών διαδικασιών, κάτι που υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τρίτον, συμμαχίες κρατών-μελών εναντίον άλλου ή άλλων κρατών-μελών δεν γίνονται στην ΕΕ. Η αρχική φιλοδοξία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι θα δημιουργούσε μια συμμαχία (μεσογειακών;) κρατών-μελών εναντίον κυρίως της Γερμανίας και της ομάδας χωρών (Ολλανδίας, Φινλανδίας κ.ά.) που την υποστήριζαν. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι τέτοια συμμαχία δεν μπορούσε να οικοδομηθεί. Κανένας δεν ήταν πρόθυμος να συμπράξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε συμπάθεια και κατανόηση σε ορισμένες χώρες-μέλη (Γαλλία, Ιταλία), αλλά αυτή η κατανόηση δεν έφθανε μέχρι του σημείου της αποτύπωσής της σε συμπαγή συμμαχία. Βεβαίως η διαπραγμάτευση στην Ευρωπαϊκή Ενωση διεξάγεται μέσω συμμαχιών. Αλλά οι συμμαχίες αυτές είναι θεματικές. Οικοδομούνται επάνω σε συγκεκριμένο θέμα. Δεν στρέφονται ανοιχτά ενάντια σε καμία άλλη χώρα-μέλος. Και μεταβάλλονται από θέμα σε θέμα. Η απόπειρα δημιουργίας αντίπαλων κρατικών συμμαχιών δεν έχει ποτέ αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τέταρτον, διαπραγμάτευση με όπλο την απειλή και μάλιστα αναξιόπιστη δεν γίνεται στην Ενωση. Η εξάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουαρίου – Ιουλίου 2015) χρησιμοποίησε ως ένα κύριο μέσο την απειλή της αποχώρησης της Ελλάδας από το ενιαίο νόμισμα. Οπως ομολόγησε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης, η κυβέρνηση πίστευε ότι με την απειλή της αποχώρησης η Ευρώπη και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα τρομάζαν και επομένως θα υποχωρούσαν στα ελληνικά αιτήματα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αντέδρασε στην απειλή αυτή με τον τρόπο που πολύ καλά γνωρίζει: call my bluff. «Αποδέχθηκε» την απειλή και προσέφερε στην Ελλάδα αυτό που υποτίθεται επιζητούσε, την έξοδο από το ευρώ (Grexit), και μάλιστα πακεταρισμένη σε κουτί δώρου με 50 δισ. ευρώ. Η απειλή της ελληνικής πλευράς απεδείχθη έτσι μια τεράστια μπλόφα, φιάσκο. Και η διαπραγματευτική στρατηγική (αν μπορεί να ονομασθεί έτσι) κατέρρευσε πλήρως, με την κυβέρνηση να υπογράφει το τρίτο και πλέον φαρμακερό Μνημόνιο.
Πέμπτον, η διαπραγμάτευση θα πρέπει, τέλος, να δίδαξε την κυβέρνηση ότι μια σχετικά μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι σχεδόν αδύνατον να πετύχει στόχους στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς την ενεργό υποστήριξη των θεσμών της και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Χωρίς τη στήριξη της τελευταίας δεν επιτυγχάνονται στόχοι. Το αποδεικνύει η 35ετής ιστορία της Ελλάδας στην Ενωση και το επιβεβαιώνει η διαπραγμάτευση του τελευταίου χρόνου. Χωρίς την υποστήριξη της Επιτροπής και ιδιαίτερα του προέδρου της Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είναι βέβαιον ότι θα είχαμε ένα χειρότερο μνημονιακό αποτέλεσμα και ίσως τελικά να μην αποφεύγαμε το Grexit.
Τα μαθήματα αυτά έχουν κάνει την κυβέρνηση σοφότερη; Οπωσδήποτε ναι, αν και με παλινδρομήσεις. Η διαπραγμάτευση που κάνει τώρα δεν έχει πολλή σχέση με αυτήν έναν χρόνο πριν. Αλλά το κόστος για να γίνει «σοφότερη» υπήρξε τεράστιο για τη χώρα.

Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ