Ενας χρόνος κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και οικονομία υπό επιτροπεία. Ηδη αρχίζουν να τίθενται ερωτήματα σχετικά με τις αλλαγές που έγιναν στο διάστημα αυτό και προς ποια κατεύθυνση. Μεταξύ άλλων κρίσιμος για το κράτος είναι ο τομέας της Αστυνομίας, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Οποιαδήποτε αποτίμηση όμως εδώ προϋποθέτει έστω συνοπτική ανάλυση της προϋπάρχουσας κατάστασης.
Τρεις άξονες ξεχωρίζουν.

Πρώτον, η κληρονομιά του παρελθόντος: χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό της αστυνομικής λειτουργίας και την έλλειψη σφαιρικής πολιτικής αντίληψης για αυτήν. Εκτός από την Ελληνική Αστυνομία και άλλα σώματα αστυνομίας και ασφάλειας όπως το Λιμενικό Σώμα και το ΣΔΟΕ, οι τελωνειακές αρχές αλλά και διάφορες ανεξάρτητες αρχές ελέγχουν, ερευνούν, συλλέγουν και επεξεργάζονται πληροφορίες, συλλαμβάνουν κατά περίπτωση. Οι μεταξύ τους επικαλύψεις, σχέση και συντονισμός, λύνονται με μη οργανικό τρόπο, κατά το δοκούν από κάθε κυβέρνηση, κυρίως μεταφέροντας μοντέλα από το εξωτερικό. Επιπλέον, δεν υπάρχει μια σφαιρική πολιτική αντίληψη για το ποινικοκατασταλτικό σύστημα και οι φορείς του (Αστυνομία, Δικαιοσύνη, φυλακές) αναπτύσσονται σαν να ήταν μεταξύ τους άσχετοι ενώ είναι συγκοινωνούντα δοχεία που η αποτελεσματικότητα του ενός επιδρά στον άλλον.

Δεύτερον, η κατάσταση στην Ελληνική Αστυνομία∙ αγκυλώσεις του παρελθόντος, υπηρεσιακά μικροσυμφέροντα ή πολιτικές σκοπιμότητες διαμορφώνουν το πραγματικό τοπίο: πέρα από τον νόμο, πραγματικές εργασιακές συνθήκες, επαγγελματική νοοτροπία των αστυνομικών, διαφθορά, λογοδοσία και σχέσεις προϊσταμένων – υφισταμένων, αναπαραγωγή στελεχών και ιεραρχίας, διάρθρωση των υπηρεσιών και η πραγματικότητα του τοπικού αστυνομικού τμήματος συντελούν καθοριστικά στην πραγματική λειτουργία της Αστυνομίας.
Τρίτον, το έγκλημα και οι σχέσεις πολιτών – Αστυνομίας, που είναι το πλέον ορατό μέρος της αστυνομικής λειτουργίας, αποτελούν τομείς όπου δοκιμάζεται η πραγματική ασφάλεια των ανθρώπων. Η εστίαση στο μικροέγκλημα του δρόμου και στους αλλοδαπούς τα προηγούμενα χρόνια εξέθρεψε το εγχώριο οργανωμένο έγκλημα. Η συστημική βία καλλιεργήθηκε μέσα από ιδεοληψίες, τυπικές και άτυπες συναινέσεις, συγκαλύψεις και ανοχές, δημιούργησε προϋποθέσεις περίπου διάλυσης του Σώματος, εκκόλαψε τη διαφθορά και διαμόρφωσε χάσμα στις σχέσεις Αστυνομίας – νεολαίας (και αυτό έχει σημασία γιατί οι νέοι είναι και το πιο ατίθασο και το πιο ριζοσπαστικό και το πιο ενεργό μέρος της κοινωνίας).
Τι έγινε λοιπόν για όλα αυτά στον χρόνο που πέρασε;
Αν εξαιρέσουμε όσα συνέβησαν σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας (η ιστορία θα δείξει γι’ αυτά), ξεχωρίζουν μερικά σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, βήματα: η προσπάθεια διαμόρφωσης σχέσεων εμπιστοσύνης Αστυνομίας – πολιτών με την ενεργοποίηση του αστυνομικού της γειτονιάς που συνεχίζεται αλλά έμεινε ανολοκλήρωτη ως τώρα. Η προσπάθεια αναχωροθέτησης των αστυνομικών τμημάτων, που συνεχίζεται αλλά αν γίνει μόνο με οικονομικά κριτήρια θα αποτύχει. Η πρωτοβουλία για την απόδοση στην επιστημονική έρευνα του Αρχείου της Ελληνικής Αστυνομίας, προσπάθεια που αν δεν στηριχθεί περαιτέρω θα μείνει απλή ευχή. Η διάλυση της ομάδας Δέλτα, χωρίς όμως να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο που θεσπίζει την κατά βούληση (και με ασαφή ή χωρίς κριτήρια) συγκρότηση ομάδων αστυνομίας, αλλά και η ατυχής ένταξή της στα ΜΑΤ, που συνεχίζουν προηγούμενες πρακτικές. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η πρόσφατη απόφαση για την κατάργηση του στρατωνισμού των υποψήφιων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., που διαμορφώνει προϋποθέσεις για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει πολλά επομένως να πει κάποιος για τις αλλαγές που επήλθαν αυτόν τον χρόνο στα αστυνομικά πράγματα της χώρας. Είναι σαφές ότι αλλαγές δεν είναι εύκολο να περάσουν και να εμπεδωθούν, ακόμη και αν θεσμοθετηθούν: εκτός από γενικότερες πολιτικές αντιδράσεις, οι μεταρρυθμίσεις σε όλες τις αστυνομίες συνήθως συναντούν τις εσωτερικές αντιδράσεις κάποιων που «ξεβολεύονται» από την κανονικότητά τους, εκείνων που δεν μπορούν να «πιάσουν» τις νέες ανάγκες, όσων από συμφέροντα ενίοτε παράνομα δεν επιθυμούν μεταβολές, εκείνων που έρχονται σε υποδεέστερη θέση (π.χ., λόγω προσόντων) με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Ολοι αυτοί αντιδρούν φανερά ή υπόγεια, άμεσα ή έμμεσα κατά περίπτωση (εξάλλου η Αστυνομία είναι ένας συντηρητικός θεσμός που δεν βλέπει θετικά τις όποιες μεταρρυθμίσεις). Επομένως, η θέσπιση μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει τη δυνατότητα εμπέδωσής τους προς τα «κάτω».
Λειτουργία του υπουργείου αυτού ως πραγματικού υπουργείου και όχι ως υπουργείου Αστυνομίας, εκδημοκρατισμός και άρα αποστρατιωτικοποίηση της Αστυνομίας, έλεγχος και διαφάνεια των πεπραγμένων της από θεσμικούς φορείς και σε επίπεδο δήμου, ασφάλεια και κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων των αστυνομικών στην πράξη, πλήρης αναδιάρθρωση του συστήματος εκπαίδευσης και ανακοπή αναπαραγωγής αστυνομικών πολλών ταχυτήτων, ανάπτυξη της αστυνόμευσης με βάση πραγματικές ανάγκες ασφάλειας και αξιόπιστες ποιοτικές έρευνες και μετρήσεις, υπέρβαση της κουλτούρας του δόγματος «νόμος και τάξη», υπέρβαση του κατακερματισμού και εξορθολογισμός της λειτουργίας όλων των αστυνομιών που υπάρχουν στην Ελλάδα (π.χ., δημιουργία ενός σώματος οικονομικής και φορολογικής αστυνομίας), ανάπτυξη ενός προτύπου απώθησης πλήθους με σύγχρονες ήπιες μεθόδους δοκιμασμένες και αλλού αποτελούν μερικά μόνο από αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν στο άμεσο μέλλον συγκροτώντας ένα πρότυπο δημοκρατικής Αστυνομίας και αυτό θα ήταν η απάντηση στο τι σημαίνει αριστερή Αστυνομία. Αν θέλουμε βέβαια να υπερβούμε τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ