Μετά τη 13η Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι νομίζω καταλάβαμε όλοι πως η ισλαμική τρομοκρατία δεν είναι ένα ατύχημα διαδρομής αλλά μια από τις δραματικές εκδοχές της παγκοσμιοποίησης που ήρθε για να μείνει. Το πόσο δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε μόνο ότι θα θρέψει έτι περαιτέρω την ισλαμοφοβία, αταβιστικά αντανακλαστικά και οριενταλιστικά στερεότυπα. Ηδη ηχηρά διακηρύσσεται ότι το μετριοπαθές Ισλάμ είναι ένας μύθος, ότι η πολιτισμικότητα έχει πεθάνει και ότι η Ευρώπη «κατακτάται» βαθμηδόν από τους μουσουλμάνους.
Φυσικά απέναντι στην ανιστόρητη, συμφυρματική και τελικά φοβική κατανόηση των phenomena islamica δεν μπορεί να διατυπώνεται ένας αφελής ουμανισμός ή μια αμετροεπής «ανοικτή» δικαιωματοκρατία. Τα ζητήματα είναι εξαιρετικά σύνθετα, ενίοτε επικίνδυνα, απαιτούν δε εξειδικευμένες προσεγγίσεις και επαγγελματισμό. Οι μέχρι τώρα «αυτοκρατορικές» πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί οδηγούν σε χειρότερα, μη σκοπούμενα αποτελέσματα που επιδεινώνουν όχι μόνο το διεθνές περιβάλλον, δικαιώνοντας τον Χάντινγκτον, αλλά και τη συνοχή των δυτικών πολυπολιτισμικών κοινωνιών στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν και λειτουργούν ποικίλες διασπορικές μουσουλμανικές κοινότητες.
Η περαιτέρω περιθωριοποίησή τους υπό το πνεύμα της ισλαμοφοβίας θα ήταν αδιέξοδη και όχι ιδιαίτερα έξυπνη επιλογή. Εξάλλου, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 η εξτρεμιστική ισλαμική προπαγάνδα προσελκύει στους κόλπους τής τρομοκρατικής τζιχάντ έναν στους εκατό χιλιάδες μουσουλμάνους. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο μουσουλμάνοι ανά τον κόσμο αγνοούν το κήρυγμα του μίσους (βλ. Charles Kurzman, The Missing Μartyrs: Why there are so few Muslim terrorists, Oxford University Press, 2011, σελ. 11).
Τι δέον γενέσθαι λοιπόν; Πρέπει να εμμείνουμε στις ουμανιστικές παραδόσεις, το δημοκρατικό ήθος και τους κανόνες του κράτους δικαίου τηρώντας την ηθική αρχή της διαφοράς, προχωρώντας από την πολυπολιτισμικότητα στη διαπολιτισμικότητα. Εξηγούμαι:
Ο σεβασμός της διαφορετικότητας οφείλει να λειτουργεί και να τηρείται ως οικουμενική δεσμευτική αρχή από όλους: Τόσο από την πλειοψηφούσα ομάδα όσο και από τις υπόλοιπες. Για να αποφευχθεί ο «διαφορικός ρατσισμός» που βρίσκει, συν τοις άλλοις, έκφραση στην τρέχουσα αντίληψη περί «πολιτικής ορθότητας», ο άλλος δεν πρέπει να είναι και να εκλαμβάνεται ως μια κλειστή, αυτοπεριεκτική ετερότητα, που στην καλύτερη περίπτωση τυγχάνει ανοχής ή/και αποδοχής. Η ηθική της διαφοράς σημαίνει ότι η πλειοψηφική ομάδα οφείλει να σέβεται τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες και να διασφαλίζει όλα τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των μελών των πολιτισμικών μειονοτήτων. Να πάψει δηλαδή να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κέντρο και απόλυτο μέτρο σύγκρισης. Κάτι τέτοιο, διόλου εύκολο στην πράξη, συνεπάγεται ότι οι «άλλοι» δεν βιώνονται «εξωτικά», αλλά ότι μαθαίνουμε να ακούμε και να μιλούμε στους άλλους, παρά να μιλάμε για ή γύρω από αυτούς. Ταυτοχρόνως όμως η ηθική της διαφοράς σημαίνει ότι οι μειονοτικές ομάδες, εθνοτικές ή άλλες, οφείλουν να εγκαταλείψουν τη ναρκισσιστική τους (όσο και αμυντική τους) αυτάρκεια, που ενίοτε εκβάλλει ως αντίστροφος ρατσισμός, και να ανοιχθούν στους άλλους κατά τον ίδιο τρόπο που οι ίδιοι το αξιώνουν από εκείνους.
Η ηθική της διαφοράς προϋποθέτει την ένταξη σε ένα δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο επικοινωνίας, που δεν εξαφανίζει τις ιδιαιτερότητες αλλά προϋποθέτει την έκθεση στον νοηματικό ορίζοντα του άλλου, και αντιστρόφως. Επιπλέον, δεν οδηγεί σε ηθικό σχετικισμό, στην παραδοχή δηλαδή ότι κάθε πολιτισμική παράδοση είναι αξιολογικά ισοδύναμη με οποιαδήποτε άλλη, όπως διατείνονται σύγχρονοι κοινοτιστές. Το ηθικό περιεχόμενο της πολυπολιτισμικότητας έγκειται στο ότι ναι μεν οι διάφορες πολιτισμικές παραδόσεις πρέπει να γίνονται εξίσου αντικείμενο σεβασμού εφόσον αποδέχονται ό,τι έχει αποκληθεί «κοινότητα δικαιωμάτων». Αυτο-αποκλείονται δηλαδή εκείνες οι πολιτισμικές παραδόσεις που απορρίπτουν τη γενική δεσμευτική αρχή του σεβασμού της διαφορετικότητας από όλους προς όλους, και συνεπώς είναι ασύμβατες με τα οικουμενικά δικαιώματα βάσει των οποίων τα υποκείμενα αναπτύσσουν ικανότητες μάθησης και αναστοχασμού. Δίχως τη μεσολάβηση των δικαιωμάτων αυτών, η «εμπειρική» πολυπολιτισμικότητα οδηγεί κατευθείαν σε «κανονιστική» πολυπολιτισμικότητα, που δεν είναι άλλο παρά ακραίος ηθικός σχετικισμός. Απεναντίας, η μέσω των οικουμενικών δικαιωμάτων ηθική της διαφοράς θεμελιώνει αξιώσεις διαπολιτισμικής επικοινωνίας, επιτρέποντας το πέρασμα από την πολυπολιτισμικότητα στη διαπολιτισμικότητα.
Η ηθική αυτή αρχή είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος διατήρησης, αν όχι βελτίωσης, της δημοκρατίας υπό συνθήκες πολυπολιτισμικής κοινωνικής συμβίωσης. Και τούτο διότι η υλοποίησή της στηρίζεται στην καταστατική αποδέσμευση της εθνικής – πολιτικής από την εθνοτική – πολιτιστική ταυτότητα. Αυτό φυσικά δεν είναι διόλου εύκολο. Είναι όμως μονόδρομος για να αποφύγουμε την οριστική παλινδρόμηση στη βαρβαρότητα.
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΚΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ