Υπάρχει μια συγκλονιστική στιγμή στην παράσταση «Καραμάζοφ» –την πεντάωρη, δυναμική διασκευή του μυθιστορήματος του Ντοστογέφσκι από τον ανερχόμενο ρώσο σκηνοθέτη Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, την οποία παρακολουθήσαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Στο βιβλίο παρουσιάζεται αρκετά νωρίς, ο Μπογκομόλοφ όμως το αφήνει για το τέλος, δημιουργώντας έντονη αίσθηση αιφνιδιασμού στους θεατές: ο λόγος για το κεφάλαιο αφιερωμένο στη Λιζαβέτα τη Βρωμερή, την «τρελή της πόλης», που τριγυρνούσε ξυπόλυτη με την καμισόλα της και κοιμόταν όπου τύχαινε και κανένας δεν την πείραζε, παρά μόνο ένα βράδυ την πέτυχε μια παρέα ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο Φιόντορ Πάβλοβιτς, ο πατέρας Καραμάζοφ, που υποστήριξε, διαφωνώντας με τους συντρόφους του, πως «εδώ υπάρχει κάτι ιδιαιτέρως πικάντικο» και όχι ένα απλό «αγρίμι». Οι υπόλοιποι αποχώρησαν, κανένας δεν έμαθε τι έγινε στη συνέχεια, σίγουρα όμως η Λιζαβέτα έμεινε έγκυος και εννιά μήνες αργότερα γέννησε ένα αγοράκι στον κήπο του Φιόντορ Πάβλοβιτς. Η άτυχη μητέρα πέθανε, το αγοράκι έγινε υπηρέτης στο σπίτι του Καραμάζοφ και ονομάστηκε Σμερντιάκοφ. Πολλά χρόνια μετά δολοφόνησε τον πατέρα του.
Ο Μπογκομόλοφ βάζει στη σκηνή τέσσερις τουαλέτες. Εκεί η παρέα των ανδρών κάνει την «ανάγκη» της, ενώ σχολιάζει τη Λιζαβέτα… Η φουσκωμένη κοιλιά, η γέννα, κι ένα μωρό που καταλήγει σε μια μεγάλη κατσαρόλα στην κουζίνα του αρχοντικού του Καραμάζοφ· τα περιεχόμενα της κατσαρόλας, σάρκινα απομεινάρια και κόκκινα υγρά, πετιούνται δίχως δεύτερη σκέψη μέσα σε μία από τις τουαλέτες. Το καπάκι πέφτει και το όνομα της νεκρής αποκαλύπτεται χαραγμένο στην πλάτη της τουαλέτας.
Ετσι ξαφνικά έχουν ειπωθεί όλα. Με δύο κινήσεις έχει ζωντανέψει επώδυνα όλη η κοινωνική υποκρισία που πετάει στον υπόνομο τους καρπούς της ενοχής της και κατεβάζει το «καπάκι» στους απόβλητους, στους παρίες, στους σαλούς, σε όσους της υπενθυμίζουν αυτά που προτιμάει να ξεχνάει, να τα θάβει στα σκοτεινά κελάρια του υποσυνείδητου.
Ελάχιστες φορές στο θέατρο βλέπει κανείς μια τέτοια δράση, που να περικλείει τόση φαντασία, τόση δημιουργική σκέψη, τόση δύναμη συμπύκνωσης. Ο Μπογκομόλοφ πλάθει και άλλες συμβολικές, αλληγορικές εικόνες, και το σύνολο παραπέμπει έντονα στη σύγχρονη Ρωσία και στην αισθητική των ολιγαρχών της. Τα ρούχα και τα μαλλιά των ηθοποιών δίνουν την ίδια εντύπωση.
Στο πλαίσιο των σκηνοθετικών πρωτοτυπιών, τον μικρότερο αδελφό, τον καλοπροαίρετο και θεοσεβή Αλιόσα, υποδύεται η Ρόζα Καϊρουλίνα: μικρόσωμη, με αυστηρό ανδρικό κούρεμα και ράσο, διακριτική μέχρι θανάτου. Στον αντίποδα, ο άθεος ρασιοναλιστής Ιβάν, ο δευτερότοκος Καραμάζοφ, που αρνείται να δεχτεί έναν κόσμο γεμάτο αναίτιο πόνο, εμφανίζεται ως ψηλός, γεροδεμένος τύπος με τζιν και μοδάτο κούρεμα. Μέσα σε αυτό το εκσυγχρονισμένο πλαίσιο, όμως, τα θέματα που απασχολούν τους ήρωες παραμένουν ντοστογεφσκικά: η εμμονή με το πρόβλημα του Θεού, η αγωνία διατήρησης της πίστης και ο κλονισμός αυτής όταν η άκρατη αδικία και το κακό θριαμβεύουν, η σχέση πίστης και ηθικής, η αδυναμία λογικής κατανόησης του κόσμου, ο φόβος ότι αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται, η πεποίθηση ότι «είμαστε όλοι υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλον» κ.ο.κ.
Οι μακροσκελείς σκηνές διαλόγου όχι μόνο δεν κουράζουν αλλά απορροφούν τον θεατή. Ο Αλεξέι Κραβτσένκο πλάθει έναν Ιβάν παγωμένο εξωτερικά αλλά έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Ο Βίκτωρ Βερζμπίτσκι, εξαιρετικός Σμερντιάκοφ, προκαλεί ανατριχίλα με τη σκοτεινή, φιδίσια αίσθηση που αναδύουν η παρουσία και η ομιλία του.
Η παράσταση δεν σε αφήνει να αισθανθείς άνετα και να χαλαρώσεις –και αυτό το λέω για καλό. Ο σκηνοθέτης παίρνει διάφορες ελευθερίες με το κείμενο –π.χ. βάζει τον Αλιόσα να αυτοκτονεί, ή τις δύο αντίζηλες, την Κατερίνα και την Γκρούσενκα, να κοιμούνται μαζί και τους αστυνόμους να κάνουν γκέι όργια –μένει όμως συγκινητικά πιστός στην ουσία του. Οχι ότι δεν υποκύπτει ενίοτε σε ευκολίες: τα κειμενάκια τύπου Αρλεκιν που προβάλλονται μία-δύο φορές στην οθόνη ως χιουμοριστικά σχόλια, ο παπάς-ρόκερ που τραγουδάει «Τhe show must go on» και άλλες παρόμοιες τσαχπινιές δημιουργούν φευγαλέα την αίσθηση του «περσινά ξινά σταφύλια», και πραγματικά περισσεύουν. Αντιθέτως, το σύνολο αναβαθμίζεται και εμπλουτίζεται από την κυβιστική αίσθηση που δημιουργούν οι οθόνες ή από τα σουρεαλιστικά, παραμυθένια ιντερλούδια που παραπέμπουν στη ρωσική παράδοση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ