Το ζήτημα της «ανταμοιβής αγωνιστών» έχει μακριά ιστορία.

Κατά τον 19ο αιώνα, την τότε Ελλάδα την ταλαιπώρησαν για δεκαετίες οι απαιτήσεις των καπεταναίων (και των απογόνων τους, καλή ώρα) του 1821. Ήθελαν προσόδους (εθνική γη), αξιώματα και μισθούς. Τους τα στέρησαν όλα οι Βαυαροί:μοίρασαν μεταξύ τους τα αξιώματα, έδωσαν στους ευνοούμενούς τουςτις προσόδους, έδωσαν σε ετερόχθονες γραφειοκράτες τη δημόσια διοίκηση. Για να συμμαζέψει ο τους δυσαρεστημένους καπεταναίους ο Όθωνας και να μην κάνουν ανταρσίες ή να μη γίνονται ληστές, τους έδωσε αρκετά –θεωρήθηκαν «ψίχουλα». Πήραν περισσότερα το 1843, όταν οι «αυτόχθονες» επέβαλαν το δίκιο τους. Και τα πήραν όλα το 1862, με την ανατροπή του Όθωνα.

Η αρπακτικότητα των πρώην αγωνιστών (και των απογόνων τους), η καθαρά πολιτική μάχη τους για εξουσία και προνόμια, έχει καλλωπιστεί και μυθοποιηθεί ως το δίκιο του «κουρελιάρη αγωνιστή που ζητιανεύει», ως ηθική στάση απέναντι στην αδικία, μέσα από τα γραπτά του Μακρυγιάννη και την εθνικο-πατριωτική ανάγνωσή τους.

Η λογική του γραμματέα της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι καπετανέικη: οι πρόγονοι μου ήσαν αγωνιστές, αντιστάθηκαν στους Γερανούς όπως οι κλεφταρματολοί στους Τούρκους, μας άξιζε ανταμοιβή. Ήρθαν οι Εγγλέζοι και μας τα στέρησαν· έγινε εμφύλιος, νίκησαν οι Αγγλοαμερικανοί και τα τσιράκια τους. Οι νικητές στον εμφύλιο δεν μας διόρισαν στο κράτος, δεν μας έδωσαν περίπτερα «ανάπηρου πολέμου», δεν μας έδωσαν συντάξεις, δεν πήραμε από τα κεφάλαια της αμερικανικής βοήθειας, δεν κερδοσκοπήσαμε με «παγωμένες πιστώσεις»– μας έστειλαν σε φυλακές και σε εξορίες, όπως τον Κολοκοτρώνη. Οι νικητές μάς στέρησαν το κράτος, την εξουσία, το χρήμα. Ήσαν όργανα όργανα των Αγγλοαμερικανών τότε, των Γερμανών σήμερα: Βαυαροί, Ξένη Ακρίδα.Τώρα που εμείς (οι απόγονοι) νικήσαμε και πήραμε το κράτος όπως έγινε το 1862 (ενώ είχε προηγηθεί το 1974/81 κάτι αντίστοιχο με το 1843) δικαιούμαστε όσα μας στέρησαν –για την ακρίβεια, όσα είχαν πάρει και εκείνοι μετά τη νίκη τους στον εμφύλιο. Το κράτος, τις θέσεις, τα αξιώματα, τα κεφάλαια.

Σημειώνω πως το 1843 η Ελλάδα σταμάτησε να εξυπηρετεί τα διεθνή χρέη της και έτσι περίσσεψε δημόσιο χρήμα για τους νικητές της 3ης Σεπτεμβρίου. Για τούτο το 1862 ήταν εκτός διεθνών αγορών, κανείς δεν την δάνειζε. Ο Όθωνας βρήκε το τέχνασμα να δανειστεί από την Εθνική Τράπεζα (που είχε πρόσβαση στις αγορές) για να στηρίξει τον θρόνο του – μοιράζοντάς χρήμα στους δικούς του και εξαγοράζοντας αντίπαλους. Δεν πρόλαβε όμως, το δάνειο το πήραν οι επαναστάτες που τον εκθρόνισαν. Και το μοίρασαν/μοιράστηκαν αυτοί που τον νίκησαν. Τώρα είμαστε ξανά εκτός αγορών, τα δάνεια το έδωσαν οι «θεσμοί». Γιατί να μη χρησιμοποιηθούν από τους τωρινούς νικητές όπως αυτό του 1862;

Όσο η ιστορία διαβάζεται και η πολιτική διεξάγεται με όρους κλεφταρματολισμού, το κράτος θα είναι λάφυρο των εκάστοτε αγωνιστών που νικούν στις εμφύλιες διαμάχες. Και θα παίρνουν αυτά που «δικαιούνται».