Στις 26 Απριλίου του 1978 η 73χρονη Μπίατρις Ντεγκλ πληροφορήθηκε ότι επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια έχυνε δάκρυα και προσευχόταν επάνω σε λάθος τάφο. Οι εργάτες που άνοιξαν το μνήμα του συζύγου της (πέθανε το 1961) για να μεταφέρουν τη σορό του σε άλλο σημείο στο νεκροταφείο των Βαπτιστών, στο Μπέλιγχαμ της Μασαχουσέτης, βρήκαν τον σκελετό μιας γυναίκας. Η οργισμένη χήρα έστειλε στον διάολο όλους τους νεκροθάφτες της περιοχής και υπέβαλε μήνυση διεκδικώντας αποζημίωση 250.000 δολαρίων. Τον Νοέμβριο του 1979 η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και ουδείς έμαθε ποτέ τι μυστικά πήρε μαζί της η λάθος σορός.
Ηταν μία από αυτές τις αλλόκοτα καθημερινές ιστορίες που πάντα μου άρεσε να περισυλλέγω από τα ψιλά της ειδησεογραφίας. Τη θυμήθηκα για κάποιον μυστηριώδη λόγο την 11η Ιανουαρίου 2016, ημέρα που πέθανε ο Ντέιβιντ Μπόουι, και που έλαβα στο κινητό μου την εξής υπενθύμιση από το Facebook: «Γενέθλια Δ.Π. Ολη μέρα». Εκ πρώτης όψεως, τίποτε το συνταρακτικό. Με τη μόνη διαφορά ότι ο φίλος «Δ.Π.» πέθανε –βίαια, πρόωρα, άδοξα –πριν από ακριβώς πέντε χρόνια. Απλώς το προφίλ του στο Facebook έχει παραμείνει ενεργό (και εγώ δεν το «μπλόκαρα» όπως μαθαίνω ότι πράττουν σε αυτές τις περιπτώσεις οι γνώστες του ψηφιακού βιότοπου). Και έτσι έμεινε ενεργό να δέχεται εις το διηνεκές απόκοσμα «Happy Βirthday», αιτήματα φιλίας, likes, ξεκαρδισμένα emoticons, αλλά και τα πιο επικαιροποιημένα σχόλια του τύπου: «Θα σε θυμόμαστε πάντα» και «Χρόνια σου πολλά, παλιόφιλε, όπου και να ‘σαι».
Μετά το πρώτο σοκ –το ίδιο ακριβώς που βιώνω κάθε τέτοια ημέρα, εδώ και πέντε συναπτά έτη –ήρθε η συνειδητοποίηση ότι τελικά έχει πέσει πολύ θανατικό στο Διαδίκτυο. Οπως πληροφορούμαι, με περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο χρήστες και με 10.000 και πλέον εξ αυτών να πεθαίνουν καθημερινά (γύρω στους 428 την ώρα), το Facebook δεν θα αργήσει να εξελιχθεί σε μια ατελείωτη ψηφιακή νεκρόπολη με τέτοιους, πεισματικά ζωντανούς, νεκρούς. Κάποιοι (όπως λ.χ. το καναδικό site www.theloop.ca) εκτιμούν ότι με τους υπάρχοντες ρυθμούς αυτό θα επιτευχθεί το 2065.
Ως εκ τούτου, τα αγγελτήρια θανάτου επάνω σε στύλους της ΔΕΗ είναι πια εντελώς passé· το Διαδίκτυο «καλωδιώνει» τη σχέση μας με τον πορθμέα του Αδη. Και δεν είναι μόνο ότι αλλάζει τη σχέση μας με τη μνήμη των ανθρώπων που φεύγουν (καθώς τους βλέπουμε να «ξεπηδούν» ζομποποιημένοι ανά πάσα στιγμή στην καθημερινότητά μας). Είναι και ότι μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να πενθούμε (το Facebook δίνει πλέον στους συγγενείς ή στους φίλους τη δυνατότητα να μετατρέψουν το προφίλ του εκλιπόντος σε «tribute page»). Αλλά και ότι στην εποχή της «δικτυωμένης ατομικότητας» το πένθος εξατομικεύεται ακόμη περισσότερο (έτσι ποστάρεις R.I.P.s για τον πατέρα, τον σύντροφο, τη γάτα σου, το συλλεκτικό Lego σου κ.ο.κ.). Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για το πένθος των άλλων για εσένα. Για παράδειγμα, στο εξαιρετικής εμπνεύσεως site www.mywonderfullife.com καλείσαι να φροντίσεις ο ίδιος τα της κηδείας σου. Μεταξύ άλλων, σου δίνεται η δυνατότητα να γράψεις, χωρίς ανακρίβειες, τη νεκρολογία σου, να αφήσεις επιστολές στους οικείους σου, να ποστάρεις τις αγαπημένες φωτογραφίες σου κ.ο.κ.
Και βέβαια, o θάνατος και το πένθος στην εποχή του Διαδικτύου σαλαμοποιούνται κατά το δοκούν, με αποτέλεσμα να κλαις (όπως η κυρία της εναρκτήριας ιστορίας) επάνω σε λάθος τάφους, με λάθος δάκρυα, ενίοτε και για λάθος λόγους. Θυμίζω, π.χ., εκείνο το επικό ποστάρισμα της αμερικανίδας τηλεπερσόνας Τζόαν Ρίβερς λίγο μετά τον θάνατό της για «το καταπληκτικό design του iPhone 6» (είχε γίνει κάποια συμφωνία μάρκετινγκ που o ατζέντης της ξέχασε να ακυρώσει). Αναφέρω και το πιο πρόσφατο, υπερρεαλιστικό σχόλιο που αλίευσα στο Facebook την ημέρα που πέθανε ο Μπόουι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης «ξαναγεννήθηκε» ως νεοεκλεγείς πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας: «Διαβάζω στις βρετανικές εφημερίδες για τη βιβλιοθήκη του Μπόουι. Δεν καταφέρνεις τίποτα χωρίς διάβασμα. Μην κοιτάμε εδώ που οι αδιάβαστοι κατεβαίνουν με το έτσι θέλω στην πολιτική!».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ