Το μετρό στο Ντουμπάι, μία από τις στάσεις μου στο πρόσφατο οδοιπορικό μου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχει βαγόνια αποκλειστικά για γυναίκες. Βρίσκονται στο μπροστινό μέρος κάθε αμαξοστοιχίας και αν είσαι άνδρας και κάνεις το λάθος να επιβιβαστείς σε αυτά, κινδυνεύεις να πληρώσεις πρόστιμο, όπως προειδοποιούν οι διάσπαρτες σε όλον τον χώρο πινακίδες. Δύο πράγματα που απαγορεύονται αυστηρά στο μετρό της ασιατικής μεγαλούπολης είναι το να μασάς τσίχλα (και τότε πληρώνεις πρόστιμο, αν σε τσακώσουν) και να εισέρχεσαι στο «σεπαρέ» με τις κυρίες. Τσίχλα δεν μασούσα την ημέρα που το πρωτοχρησιμοποίησα, κάτι όμως που δεν είχα μάθει ακόμη τα χούγια του, κάτι ο συνωστισμός, κάτι η βιασύνη μου να προφτάσω τον συρμό που αναχωρούσε, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω στο βαγόνι για τις γυναίκες.
Με την προσοχή μου συγκεντρωμένη στην πόλη που «έτρεχε» έξω από το παράθυρο, άργησα να αντιληφθώ τα ενοχλημένα βλέμματα. Κατάλαβα πως κάτι δεν είχα κάνει σωστά όταν μια κυρία, φορώντας ένα άκρως επικριτικό χαμόγελο, μου έδειξε τον δρόμο προς το πίσω μέρος του τρένου. Τότε συνειδητοποίησα πως ήμουν μόνος, περιτριγυρισμένος από δεκάδες γυναίκες, και έσπευσα να απομακρυνθώ. Τις επόμενες ημέρες παρατηρούσα με ενδιαφέρον εκείνες που αρνούνταν να μετακινηθούν μαζί με όλον τον κόσμο (στα υπόλοιπα βαγόνια άνδρες και γυναίκες ταξίδευαν μαζί) και προτιμούσαν το «ροζ» βαγόνι, για να διαπιστώσω ότι δεν το έκαναν μόνο οι μπουρκοφορεμένες μουσουλμάνες, που μεγαλωμένες με τα «όχι» της κοινωνίας τους έμοιαζαν να κινούνται σε ένα παράλληλο με το δικό μας αναχρονιστικό σύμπαν, αλλά και πολλές Γιαπωνέζες, Αμερικανίδες και Ευρωπαίες.
Γυναίκες κοσμοπολίτισσες, σύγχρονες, από εκείνες που σίγουρα έχουν διεκδικήσει ισότιμη σχέση με τους άνδρες, ίσα δικαιώματα στη συμβίωση, στην εργασία, στην κοινωνία. Απόρησα που όλες αυτές οι προοδευτικές κυρίες γκετοποιούσαν τον ίδιο τους τον εαυτό για μια διαδρομή πέντε λεπτών. Διαγράφοντας, μέσα σε αυτά τα πέντε λεπτά, τους αγώνες γυναικών όπως η μαύρη μοδίστρα Ρόζα Παρκς, η οποία την 1η Δεκεμβρίου του 1955 στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα αρνήθηκε να δώσει τη θέση της σε έναν λευκό, αντιδρώντας στην πολιτική φυλετικών διαχωρισμών των ΗΠΑ που απαιτούσε από τους μαύρους πολίτες να κάθονται στο πίσω μέρος των λεωφορείων. Σκέφτηκα πως οι περισσότερες το κάνουν μάλλον από αφέλεια και βλακεία: μαγεύονται από το φολκλόρ (αν μπορείς να χαρακτηρίσεις φολκλόρ τέτοιους τερατώδεις διαχωρισμούς) και το ζουν.
Χωρίς να καταλαβαίνουν πως προσχωρώντας, έστω για λίγο, στην «άλλη» πλευρά, η οποία αντιμετωπίζει τη γυναίκα με τρόπο που δεν συνάδει με τα ιδανικά και τον πολιτισμό της δημοκρατικής και φιλελεύθερης Δύσης, πως όταν παίζουν οι ίδιες, οικειοθελώς, τον ρόλο που αναγκάζονται να παίξουν χιλιάδες καταπιεσμένες γυναίκες (ως γνωστόν, δεν φοράνε όλες την μπούρκα επειδή την επέλεξαν), δικαιώνουν και νομιμοποιούν τους σκοταδιστές δυνάστες των ομόφυλών τους.
Αρχισα να κοιτάζω με θαυμασμό τις επιβάτιδες που προτιμούσαν τις «μπεν μιξ» μετακινήσεις στα βαγόνια για όλους, ανεξαρτήτως φύλου –ανάμεσά τους ήταν και γυναίκες με μαντίλες -, να τις βλέπω σαν σουφραζέτες, σαν επαναστάτριες σε έναν οπισθοδρομικό κόσμο που εξακολουθεί να αξιολογεί-κατηγοριοποιεί τον κάθε άνθρωπο ανάλογα με το φύλο του. Ντράπηκα για τις χαζοχαρούμενες Δυτικές που επέμεναν να χρησιμοποιούν τον κινούμενο γυναικωνίτη με την ευκολία με την οποία μπαίνουν στα βαγονέτα του λούνα παρκ. Επειδή θεωρώ πως κάθε πολιτισμένος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να απεχθάνεται τα γκέτο. Επειδή θεωρώ κοινωνικά επιβλαβείς, με το παράδειγμα που δίνουν, εκείνους που επιλέγουν είτε για μια ολόκληρη ζωή είτε για μερικά λεπτά (όσο κρατά το ταξίδι με μετρό από τη μια στάση στην άλλη) να «χτίζουν» γκέτο και να μπαίνουν μέσα νομίζοντας πως έτσι ξεχωρίζουν, είναι πιο ασφαλείς ή αποκτούν ταυτότητα, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να υψώνουν γύρω τους ψηλά τείχη και να φυλακίζουν τον εαυτό τους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ