Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας; «Το να ζεις στον φόβο». Ηταν κάπως απόλυτος ο Ντέιβιντ Μπόουι όταν δύο δεκαετίες πριν έπαιζε με τις απαντήσεις του στο διάσημο ερωτηματολόγιο του Προυστ. Μεταξύ πλάκας (Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σας;«Να πετάγομαι σε συζητήσεις»), δηλητηριώδους ειλικρίνειας (Ποιο χαρακτηριστικό απεχθάνεστε περισσότερο στους άλλους;«Το ταλέντο») και πρακτικής δυσκολίας (Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;«Να πρέπει να μετατρέψω τα χιλιόμετρα σε μίλια»), ο άνθρωπος που άλλαξε ένα μέρος της μουσικής, αλλά και της ζωής, μίλησε σε ανύποπτο χρόνο για τον τρόπο που δεν πρέπει να ζούμε –και όμως ζούμε: φοβισμένοι.
Οταν πεθαίνει ένας μεγάλος, κάποιος με πολλαπλά σημεία τομής με διαφορετικούς ανθρώπους, το πρώτο στάδιο απώλειας είναι η έκπληξη, όχι η άρνηση. Μετά, ακολουθεί ο θρήνος, ένας θρήνος μαζικός και μεταξύ μας κάπως πιο εύκολος από τον ατομικό. Ο κόσμος έχει την ευχάριστη εμπειρία τού να θρηνήσει χωρίς να αναγκαστεί να ζήσει με την απώλεια, να μην πάει σε κηδεία, να μην αντικρίσει άδεια σπίτια και παλιά χρηστικά αντικείμενα χωρίς λόγο ύπαρξης, όλες αυτές τις ανατριχίλες του κανονικού θανάτου.
Εχει την ευκαιρία να θρηνήσει κάπως ευχάριστα –χρησιμοποιεί την τέχνη του εκλιπόντος για ένα γλυκό μνημόσυνο και τον ίδιο σαν αφορμή λύπης και αποχαιρετισμού ενός μέρους της νιότης του, τότε που όλοι ένιωθαν πως όλα ήταν λίγο πιο ανέμελα.
Δεν είναι όλα ευχάριστα ασφαλώς· όταν πεθαίνει ένας μεγάλος, πέρα από την επιστροφή στην καλλιτεχνική του δημιουργία, υπάρχει και ένα μαζικό μούδιασμα, όχι μόνο για την απώλεια, αλλά και για την υπόμνηση μιας άβολης αλήθειας: της θνητότητας. Ολοι επιστρέφουν στη βασική σκέψη που περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσπαθώντας να ξεχάσουμε: πως ο θάνατος είναι μέρος της ζωής…
Ο θάνατος του Ντέιβιντ Μπόουι έφερε θρησκόληπτες αντιδράσεις όχι για λόγους υπερβολής, αλλά για λόγους μεγέθους. Μπορεί διάφοροι ανθυποστάρ της Ελλάδας που έχουν μπερδέψει τη διαφορετικότητα με την ανοησία να προσπάθησαν να κρίνουν τη μανία με την οποία οι άνθρωποι μοιράζονταν τους ήχους που τους άλλαξαν, αλλά η μαζική παγκόσμια κηδεία του Ντέιβιντ Μπόουι την προηγούμενη Δευτέρα είχε κάτι διαφορετικό. Είχε να κάνει με τη σκηνοθεσία του –όλο το Σαββατοκύριακο και τα αθηναϊκά ραδιόφωνα έπαιζαν τραγούδια του και λόγω των γενεθλίων του και λόγω του νέου του άλμπουμ, έμοιαζε σαν ο θάνατός του να ήταν φάρσα, ψέμα, σκηνοθεσία.
Μπορεί ένας θάνατος να σκηνοθετηθεί; Στην περίπτωσή του μπορεί, και αυτό είναι κάτι παραπάνω από τέχνη, είναι η απόδειξη πως ακόμη και αν φοβάσαι πρέπει να περιγελάς όσα φοβάσαι.
Για τη μουσική του Ντέιβιντ Μπόουι, για την κληρονομιά του, για τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε τη βιομηχανία, έχουν γραφτεί πολλά από περισσότερο ειδικούς. Δεν χρειάζονται, όμως, εμβριθείς μουσικές γνώσεις για να συνειδητοποιήσεις πως σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, από την έξαλλη νιότη των πειραματισμών, μέχρι την ωρίμανσή του, που είχε τα πάντα εκτός από την παραίτηση της ηλικίας, ο Μπόουι ήταν κάτι διαφορετικό. Κάτι που περιέγραψε καλύτερα ένα από τα δεκάδες e-mail που διαβάστηκαν στον αέρα του BBC 6 την ημέρα του θανάτου του. Εγραφε μια κυρία: «Τον αγαπώ γιατί μεγαλώνοντας σε μια επαρχία της Αγγλίας, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό μου ως έναν άνθρωπο φοβισμένο απέναντι στη ζωή, σε μια εποχή κλειστή και συντηρητική, είχα έναν άνθρωπο να μου δείχνει πως δεν αξίζει να φοβάσαι, δεν αξίζει να μην είσαι ο εαυτός σου –ή διαφορετικές εκδοχές του εαυτού σου. Τον αγάπησα γιατί με έκανε να ξεπεράσω τους φόβους μου και να ζήσω μια ζωή όπως πρέπει, σαν να μου ανήκει».
Γιατί όντως, όπως ξέρουμε καλά εδώ και καιρό, το έσχατο σημείο δυστυχίας είναι το να ζεις στον φόβο πως δεν ανήκεις πουθενά, πως ο εαυτός σου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, άρα πρέπει να τον αλλάξεις, τσαλακώσεις, χαραμίσεις. Η παγκόσμια κηδεία του Ντέιβιντ Μπόουι ήταν ένα μεγάλο πάρτι με συγκίνηση, δάκρυα, απώλεια, αλλά και χαμόγελα, μουσική και ευγνωμοσύνη. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να του επιστρέψει η ανθρωπότητα. Το άξιζε μόνο και μόνο γιατί έμαθε έστω και κάποιους να ζουν χωρίς φόβο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ