Η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε την ημέρα που, όπως φημολογείται (η ίδια το αρνήθηκε με πείσμα ως τη στιγμή της καρατόμησής της), η Μαρία Αντουανέτα είπε: «Αν δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι». Είχε ξεκινήσει τουλάχιστον τρία χρόνια πριν, όταν ευγενείς, κλήρος και αστοί είχαν έντονα διαφωνήσει γύρω από θέματα αντιπροσωπευτικότητας και νομιμότητας που αφορούσαν αποφάσεις φορολογικού χαρακτήρα. Χρειάστηκε η αλαζονεία των ευγενών και η κουφότητα των κληρικών για να διαμορφωθεί η συμμαχία των αστών και του όχλου, που έριξε στους δρόμους του Παρισιού τους «ξεβράκωτους» (sans culottes), έστησε στην πλατεία Ομονοίας την ανθρωποφάγο καρμανιόλα και στο τέλος έστειλε σε όλα τα πεδία μάχης της Ευρώπης τις τροπαιούχες στρατιές του Ναπολέοντα. Πολλά έμειναν ως κτήμα της ανθρωπότητας από τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα. Μερικές αρχές και αξίες είχαν ξεμυτίσει ήδη από τη βασανιστική και μακρόσυρτη περίοδο μεταρρυθμιστικών προσαρμογών της Αγγλίας και από τη γεμάτη αντιφάσεις αμερικανική επανάσταση.
Με την ολοκληρωμένη τους μορφή, ανάμεσα στις καθιερωμένες αρχές του Δικαίου, θα ξεχωρίσουμε δύο: την απαγόρευση της αναδρομικότητας όταν καθιερώνονται διατάξεις που μεταβάλλουν δυσμενώς τη θέση του αντισυμβαλλομένου (κυρίως για τις σχέσεις μεταξύ του ατόμου και του κράτους) και την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής). Ανάμεσα στις τρεις αυτές ανεξάρτητες εξουσίες, που είναι ίσες κατά τα άλλα, προηγείται η νομοθετική εξουσία, διότι εκφράζει τη μεγαλύτερη αξία, δηλαδή τη λαϊκή ψήφο. Η νομοθετική εξουσία είναι η κιβωτός, ιδιαίτερα σε συνθήκες αμφισβήτησης και ανωμαλίας, της λαϊκής κυριαρχίας και γι’ αυτό η δημοκρατία προοδεύει στον βαθμό που κατοχυρώνει και διευρύνει τη συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκφραστών της λαϊκής κυριαρχίας, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Είναι φυσικό να μην αρέσει σε συντηρητικούς και απολυταρχικούς κύκλους η αναφορά μας σε τόσο θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος. Κάθε φορά που αυτόκλητοι εκφραστές του «έθνους», της «κοινωνίας», της μιας ή της άλλης κοινωνικής «τάξης» ή κάποιας «ανάγκης», που έχει προκύψει από έκτακτες περιστάσεις, στρέφονται εναντίον της μίας, ενιαίας και αναλλοίωτης Δημοκρατίας και προσπαθούν να την υπονομεύσουν ξεκινούν με την προσπάθεια υποβάθμισης της λαϊκής κυριαρχίας και των αντιπροσώπων που την εκφράζουν, δηλαδή του Κοινοβουλίου, και συνεχίζουν με σκοτεινά σχέδια περιορισμού των αρμοδιοτήτων της και αυτονόμησης του ενός ή του άλλου κλάδου της εκτελεστικής ή της δικαστικής εξουσίας.
Ετσι, στα χρόνια που ακολούθησαν την 21η Απριλίου του 1967, σε μεγάλο βαθμό, εισήχθησαν διατάξεις που καθιέρωναν την αυτοδιοίκηση του στρατού και την αφαίρεση του ελέγχου της εσωτερικής εξέλιξης των αξιωματικών ή των αποφάσεων που αφορούσαν την εθνική άμυνα από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού, όποιοι και αν ήταν αυτοί και όπως και αν προέκυπταν.
Λυπάμαι που το διαπιστώνω και αναγκάζομαι να προβώ σε αυτή την επισήμανση εν εσχάτοις. Από τον στόμα και τον λάρυγγα του α λα ΣΥΡΙΖΑ ξεμπρατσωμένου και φαινομενικά αυθόρμητου πρώην δικαστικού, που παριστάνει τον υπουργό Δικαιοσύνης, πρόσφατα εξέφυγαν προτάσεις νόμου, ιδέες προς νομοθέτηση και απόψεις για τον κόσμο που συγκροτούν μια βάναυση και ύπουλη επίθεση κατά της αρχής της διακρίσεως των τριών εξουσιών.
Νομίζω ότι όλοι όσοι έχουν συναίσθηση των πραγμάτων πρέπει να προγραμματίσουν από τώρα μορφές αντίδρασης στις ρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν ή επαπειλούνται και οι οποίες, με το πέπλο του εκδημοκρατισμού πάντα, μεταφέρουν το κέντρο βάρους της λειτουργίας της δικαιοσύνης στα τάρταρα των κομματικών «πάρε – δώσε», που είναι φυσικό να εμφανίζονται στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας για να εξυπηρετείται η πρακτική ανάγκη της ύπαρξης κυβερνήσεων με κυβερνητική πλειοψηφία.
Ουδέποτε ως τώρα είχε υπάρξει υπουργός Δικαιοσύνης ο οποίος να διεκδικεί αυτόνομη πειθαρχική εξουσία επί των δικαστικών. Γιατί όχι μεθαύριο να μην υπαχθούν και αποφάσεις που αφορούν την άμυνα της χώρας σε συμβούλια στρατηγών ή η εξωτερική πολιτική της χώρας σε μονίμους «καγκελαρίους», που θα προέρχονται από το διπλωματικό σώμα; Και ο λαός; Μα θα πληρώνει τους φόρους για να εξασφαλίζονται τα εισοδήματα όλων αυτών των αυτεξούσιων ιθυνόντων του συντεχνιακού κράτους σύμφωνα με το φορολογικό σύστημα που θα καταρτίζει Ανωτάτη Επιτροπή Εφοριακών (ΑΕΕΦ) υπό την προεδρία του υπουργού Οικονομικών που θα είναι απαραιτήτως εξέχων συνδικαλιστής του κλάδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ