Στο διπλανό τραπέζι η συζήτηση είχε ανάψει. Μια παρέα φίλων σχολίαζε την εκλογή νέου αρχηγού στη «Νέα Δημοκρατία» (Ν.Δ.). Κάποια στιγμή, ακούγεται ένας να λέει: «Έλεγα να μην ξαναψηφίσω Σύριζα. Τώρα, όμως, θα τους ψηφίσω και με τα δύο χέρια!» Αιτιολόγησε τη θέση του με τον ισχυρισμό ότι, με μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη (Κ.Μ.) δεν θα υπάρχει πλέον η παραμικρή προστασία της εργασίας. Όχι μόνο στον δημόσιο αλλά, ακόμα περισσότερο, στον ιδιωτικό τομέα.

Είναι φανερό, νομίζω, ότι, με βάση τα νέα δεδομένα, η Ν.Δ.δεν θα πρέπει να ελπίζει να εισπράξει προς όφελός της τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του Σύριζα. Πράγματι, η δυσαρέσκεια αυτή σχετίζεται με την (αναγκαστική, έστω, και επιβεβλημένη κάτω από ακραίες περιστάσεις) «φιλελευθεροποίηση» του κόμματος της Αριστεράς. Δύσκολα, λοιπόν, θα πειστεί κάποιος που προηγουμένως ψήφισε τον Σύριζα, να μετατοπιστεί προς μία κατεύθυνση ακόμα πλησιέστερη σε ό,τι θα τον έκανε να μην τον ξαναψηφίσει!

Η μετακίνηση ψηφοφόρων, όμως, δεν είναι το μόνο (ούτε καν το πιο ουσιώδες) ζήτημα που θα ‘πρεπε να εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα της αλλαγής ηγεσίας της Ν.Δ. Υπάρχει κάτι σημαντικότερο: η επίπτωση της αλλαγής αυτής στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Πριν λίγους μήνες βιώσαμε μια εμπειρία μοναδική για τα μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά μας ήθη. Εν όψει κρίσιμων εθνικών συνθηκών, ένα εντυπωσιακά μεγάλο κομμάτι της αντιπολίτευσης, υπερβαίνοντας κομματικά στεγανά και διαχωριστικές γραμμές, επέλεξε τον δρόμο της πολιτικής συναίνεσης και της εθνικής συνεννόησης προκειμένου να δώσει λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει η μέχρι τότε ανερμάτιστη κυβερνητική πολιτική.

Ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση – όπως, ασφαλώς, και τα υπόλοιπα κόμματα που συμμετείχαν στην ενωτική αυτή υπέρβαση – στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων επιδεικνύοντας υψηλό βαθμό πολιτικού πολιτισμού, δίχως ανούσιες θριαμβολογίες και περιττούς διδακτισμούς προς εντυπωσιασμό μελλοντικών εν δυνάμει ψηφοφόρων. Μπροστά στον εθνικό κίνδυνο, η Ν.Δ. επέδειξε πατριωτική στάση θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την όποια πολιτική κεφαλαιοποίηση θα μπορούσε να της προσφέρει η αποτυχία του βασικού της αντιπάλου.

Ασφαλώς, τέτοιες ιδανικές συνθήκες πολιτικής συναίνεσης δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν επ’ άπειρον. Φάνηκε, εν τούτοις, ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια γενικότερη ποιοτική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπου ο πολιτικός πλουραλισμός θα έπαιρνε σιγά – σιγά τη θέση του διπολισμού που υπήρξε κυρίαρχο γνώρισμα του δικομματισμού. Και η ιστορία αυτού του τόπου μας έχει διδάξει ότι ο διπολισμός αυτός οδηγεί σε κοινωνικό διχασμό, συχνά με οδυνηρές εθνικές συνέπειες…

Η αίσθηση που αφήνει το πολιτικό σκηνικό μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας της Ν.Δ. είναι πως, ενάντια στις προσδοκίες που προς στιγμήν δημιουργήθηκαν, υφίστανται οι προϋποθέσεις για την αναβίωση ενός γνώριμου, σκληρού δικομματισμού. Στο ένα άκρο του δίπολου, ο εμμονικός κρατισμός του Σύριζα, θεμελιωμένος πάνω σε ουτοπικά ιδεολογήματα που επιμένουν να αγνοούν τα δεδομένα της εποχής. Στο άλλο άκρο, ο ασυμβίβαστος (στα όρια του φανατικού) φιλελεύθερος πραγματισμός της Ν.Δ.που οραματίζεται ο Κ.Μ. Μπορούν να συναντηθούν οι δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις προς επίτευξη αναγκαίων πολιτικών συνθέσεων και συναινέσεων;

Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την επίδειξη ευελιξίας πέφτει ασφαλώς στους ώμους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού από εκείνη ξεκινά εκ των πραγμάτων ο χορός των πολιτικών ανακατατάξεων. Εμείς θα αρκεστούμε εδώ στη διατύπωση λίγων σκέψεων.

Ο πολιτικός πραγματισμός δεν (πρέπει να) αφορά μόνο τους αριθμούς αλλά, κυρίως, τους ανθρώπους. Τη στιγμή αυτή, ο Κ.Μ. λογικά φαίνεται στους ψηφοφόρους της Ν.Δ.ως η πλέον κατάλληλη κι ελκυστική επιλογή για τον ρόλο ενός «αντι – Τσίπρα». Αύριο, εν τούτοις, ως αρχηγός μιας πιθανής κυβέρνησης Ν.Δ., θα κληθεί να επιλύσει πραγματικά προβλήματα που αφορούν ανθρώπινες ζωές σε μια χώρα όπου ο μέσος άνθρωπος έχει φτάσει πια στα όρια της αντοχής του. Πώς θα πείσει ότι στις προτεραιότητές του (ακόμα περισσότερο, στην ίδια του την πολιτική συνείδηση) η ευημερία των αριθμών έπεται εκείνης των ανθρώπων; Συνακόλουθα, πώς θα μπορέσει να επιτύχει τις αναγκαίες κοινωνικές συναινέσεις για την εφαρμογή του φιλόδοξου προγράμματός του;

Χωρίς τέτοιες συναινέσεις, με μια κοινωνία να αντιμάχεται στους δρόμους την πολιτική του και με μια αντιπολίτευση να κεφαλαιοποιεί πολιτικά τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής, πόσο μακριά μπορεί να πάει; Για να μην αναφερθούμε και σε βέβαιους διαχωρισμούς, για λόγους προσωπικής πολιτικής επιβίωσης, μέσα στο ίδιο του το κόμμα…

Πριν απ’ όλα, λοιπόν, το πολιτικό προφίλ του Κ.Μ.θα πρέπει να υποστεί κάποια (ειλικρινή, όχι προσχηματική!) αναθεώρηση. Ελάχιστα έχει πείσει ο ίδιος ότι η πολιτική του στόχευση είναι κατά κύριο λόγο ανθρωποκεντρική. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από «άλλον έναν σπουδαγμένο τεχνοκράτη» αλλά από έναν πολιτικό που είναι σε θέση να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας, να νιώσει την αγωνία και την απόγνωση του μέσου πολίτη και να δείξει ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, συμπάσχει με εκείνον.

Σήμερα, τον Κ.Μ. ενδυναμώνει πολιτικά η προοπτική εκθρόνισης του πανίσχυρου Τσίπρα. Αν και όταν ο στόχος αυτός τελικά επιτευχθεί, ο Κ.Μ.θα πρέπει να αποδείξει ότι, ως κυβερνήτης, είναι σε θέση να προσφέρει στην κοινωνία κάποια, τουλάχιστον, από εκείνα που υποσχέθηκε αλλά (για τους όποιους λόγους) δεν μπόρεσε να τηρήσει ο προκάτοχός του. Πάνω απ’ όλα, να πείσει ότι δεν έχει ως πρόθεση να γκρεμίσει ό,τι απόμεινε από το κοινωνικό κράτος και, γενικά, δεν προτίθεται να επιτρέψει τη μετατροπή της κοινωνίας σε δαρβινική ζούγκλα όπου οι μη – προνομιούχοι αφήνονται στην τύχη τους και στο έλεος των ισχυρών!

Πέρα, όμως, από το αναγκαίο «ρετουσάρισμα» μιας πολιτικής εικόνας, υπάρχει κάτι πολύ σοβαρότερο: Ας μην υποτιμήσουμε την πιθανότητα, όπως πληρώνουμε σήμερα την αφελή εμπιστοσύνη του κόσμου σε έναν «μεσσία» του αντι – μνημονίου, να πληρώσουμε αύριο την πίστη σε έναν «μεσσία» του αντι – λαϊκισμού! Απολυτότητες όπως η τυφλή υποταγή στις αρχές και τις μεθόδους του «φιλελευθερισμού» δεν οδηγούν σε λύσεις. Για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζονται ιδεολογικές συνθέσεις και πολιτικές συναινέσεις. Κι αυτό, ο ευφυής Κ.Μ. είναι βέβαιο ότι το κατανοεί…