Πέντε χρόνια πριν, μια νεαρή δημοσιογράφος που συνεργαζόταν με τους «New York Times» είχε έρθει στην Αθήνα. Κάλυπτε το πολιτιστικό ρεπορτάζ, για την ακρίβεια έγραφε για ζητήματα πόλης και κουλτούρας. Περπάτησε στους δρόμους του ιστορικού Κέντρου, ήπιε τα ποτά της στα μπαρ που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στις κάθετες οδούς της πλατείας Συντάγματος, έμαθε για ορισμένες επενδύσεις που γίνονταν στον Κεραμεικό (έχουν ήδη φαλιρίσει), έγραψε τις διευθύνσεις ορισμένων γκαλερί, κάπνισε μέσα σε μπαρ και, ενθουσιασμένη από τη διάχυτη ελευθεριακή ατμόσφαιρα, φεύγοντας, έγραψε ένα κομμάτι. «Η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο» ήταν ο τίτλος στη μεγαλύτερη εφημερίδα του κόσμου, καταλήγοντας πως όσο τα ενοίκια είναι φθηνά και η καλλιτεχνική πείνα ακόρεστη, η πόλη μπορεί σταδιακά να κλέψει τα ηνία της πολιτιστικής πρωτοπορίας από το Βερολίνο.
Η ίδια έφυγε, μαζί με το όραμά της. Η Αθήνα στα επόμενα πέντε χρόνια δεν έγινε το Βερολίνο που φανταζόταν. Για την ακρίβεια, είναι μια πόλη που ενώ έχει να φοβάται πολλά πράγματα, δεν ανησυχεί για το gentrification, τον εξευγενισμό σε ελεύθερη μετάφραση, την οικονομική απομάκρυνση κατοίκων που ζουν σε περιοχές του Κέντρου που αναβαθμίζονται, ακριβαίνουν, γεμίζουν μοδάτα café, κουρεία και ζαχαροπλαστεία και σταδιακά κατοικούνται από μεσοαστούς που κυνηγούν την αστική αυθεντικότητα.
Η ιδέα του νέου Βερολίνου, όμως, επιστρέφει σαν εμμονή, σαν ξόρκι για τη ζόρικη εποχή της πόλης. Πρόσφατα, στο περιοδικό της British Airways γράφτηκε πως «Η Αθήνα είναι το Next Big Thing. Καθώς η κρίση συνεχίζεται, παραμένει φθηνή, ενεργή καλλιτεχνικά. Μην εκπλαγείτε αν ακούσετε ανθρώπους σε πέντε χρόνια από τώρα να λένε πως ήρθαν στην Αθήνα πριν γίνει cool». Το περιοδικό της γερμανικής «Die Zeit» είχε προηγηθεί, ενώ και το «Monocle», η παγκόσμια βίβλος του στυλ, δεν πήγε πίσω. Το γεγονός πως η Documenta, η μεγαλύτερη εικαστική διοργάνωση στον κόσμο, ή αλλιώς «οι Ολυμπιακοί της Τέχνης», το 2017 θα μετακομίσει για πρώτη φορά στην ιστορία της εκτός Γερμανίας και θα διοργανωθεί στην Αθήνα παίζει τον ρόλο του για τη λούπα της σύγκρισης.
Πριν βάλουμε τα καλά μας για να δεχθούμε τη μελλοντική μας αναβάθμιση, καλό είναι να παρατηρήσουμε μια γενική τάση. Το «νέο Βερολίνο» είναι ένας αμήχανος τίτλος τιμής ο οποίος δίνεται σε κάθε πόλη που δεν έχει λεφτά, αλλά διαθέτει αντισυμβατικές προοπτικές. Τον τίτλο του «νέου Βερολίνου» έχουν διεκδικήσει στα όχι και τόσο ευρηματικά παγκόσμια media η Λειψία, η Κρακοβία, το Βίλνιους, το Βελιγράδι, το Ταλίν και η Βαρσοβία. Εχουν όλες τα στοιχεία που έκαναν το Βερολίνο αυτό που ήταν το 1990: φθηνά ενοίκια, άδεια κτίρια, ανήσυχη καλλιτεχνική κοινωνία και ευρύχωρα μπαρ. Φυσικά, καμία από αυτές τις πόλεις δεν έχει το προνόμιο να φέρει σαν ουλή περηφάνιας το πέρασμα της Ιστορίας από πάνω της όπως το Βερολίνο και ασφαλώς δεν μπορούν να γυρίσουν στο 1970 και να υποδεχθούν τον νεαρό Ντέιβιντ Μπάουι και την παρέα του να κάνουν τέχνη εκεί. Εχει, όμως, ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο το Βερολίνο έγινε μόδα. Το 2001, ο Κλάους Βόβεραϊτ, τότε δήμαρχος της πόλης, ξεκίνησε την καμπάνια «Berlin ist arm, aber sexy», δηλαδή «Το Βερολίνο είναι φτωχό, αλλά σέξι». Το κατάφερε· το 2004 η γερμανική πρωτεύουσα είχε 13 εκατομμύρια επισκέπτες, το 2013 είχε φτάσει στα 27 εκατομμύρια.

Αλλά ας μη χαιρόμαστε. Η Αθήνα δεν θα γίνει Βερολίνο. Ολα αυτά είναι ευκολίες αρχισυντακτών που είναι αναγκασμένοι να εφευρίσκουν την επόμενη μόδα. Και βασίζονται στην εσφαλμένη λογική πως οι πόλεις που ταλαιπωρούνται, μετά εξωραΐζονται, ωριμάζουν, βαραίνουν, ακριβαίνουν και στο τέλος χάνουν την ελκυστικότητά τους. Στην πραγματικότητα, ούτε τα Εξάρχεια είναι Κρόιτσμπεργκ, ούτε το Κολωνάκι θα γίνει Σαρλότενμπουργκ. Η Αθήνα θα μείνει Αθήνα. Μια πόλη βασανισμένη, οριακά παραιτημένη, σκληρή, στα όρια του εμφράγματος, με τις αρετές της (κλίμα, Ιστορία) και τις αδυναμίες της (αρχιτεκτονική, δόμηση, έλλειψη κοσμοπολιτισμού). Είναι σχετικά φθηνή για τα παγκόσμια πρότυπα και έχει την αρχαία Ιστορία να την κυνηγάει σαν ευχή και σαν κατάρα. Η Αθήνα, όταν το αποφασίσει, θα γίνει μια νέα Αθήνα· ας το ελπίσουμε, με καλύτερο όραμα από την τελευταία εποχή που έκανε μαζικό rebranding, τότε που ακούστηκε η λέξη «αντιπαροχή» και όλα άλλαξαν προς το χειρότερο…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ