Το ζήτημα του Ασφαλιστικού βρίσκεται στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου εδώ και πολλά χρόνια. Η αποφυγή μεταρρυθμίσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα οδήγησε σε σημαντικές ανισορροπίες και ανάγκη για δραστικά μέτρα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα του συνταξιοδοτικού ήταν και είναι ζήτημα πόρων. Ουδέν αναληθέστερον. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, αν οι κανόνες του συστήματος όπως ίσχυαν πριν από την κρίση παρέμεναν σταθεροί, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες το 2050 θα ξεπερνούσαν το 24% του ΑΕΠ, ενώ τα έσοδα θα ήταν κάτω του 10% του ΑΕΠ. Δηλαδή, το συνταξιοδοτικό σύστημα από μόνο του θα δημιουργούσε ελλείμματα της τάξης του 15% του ΑΕΠ. Ακόμη και αν όλα τα άλλα πήγαιναν πρίμα, το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού θα είχε οδηγήσει τη χώρα σε χρεοκοπία πολύ πριν από το 2050. Πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και υπερανταποδοτικές συντάξεις –που συνήθως ήταν αποτέλεσμα λαϊκιστικών προεκλογικών παροχών –και, κυρίως, δημογραφική γήρανση δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα. Επομένως, η αλλαγή των κανόνων ήταν αναπόφευκτη.
Ο πληθυσμός της χώρας μας γερνάει με γοργούς ρυθμούς. Ακόμη και αν η ανεργία επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, για να διατηρηθούν οι συντάξεις σε αξιοπρεπές επίπεδο θα πρέπει οι μελλοντικοί εργαζόμενοι να έχουν πολύ υψηλή παραγωγικότητα και, επιπρόσθετα, να μείνουν στη χώρα.

Το πρώτο
απαιτεί να γίνει ήδη από τώρα μεταβίβαση πόρων από άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) προς την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την έρευνα και τις υποδομές –δηλαδή, σε τομείς που βελτιώνουν την παραγωγικότητα.

Το δεύτερο
προϋποθέτει ότι η φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) δεν θα είναι απαγορευτικά υψηλή, διότι σε αυτή την περίπτωση πολλοί εργαζόμενοι, και ιδιαίτερα οι πλέον παραγωγικοί, θα επιλέξουν να μεταναστεύσουν, μειώνοντας τις χρηματοδοτικές δυνατότητες του συστήματος. Συνεπώς, αυτό που απαιτείται είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που φαίνεται να επιδιώκει η κυβέρνηση.
Οι συντάξεις μειώθηκαν σημαντικά από το 2010 έως σήμερα. Οι περικοπές ήταν αναλογικά πολύ μεγαλύτερες στις υψηλές από ό,τι στις χαμηλές συντάξεις. Ομως, κατά μέσο όρο, τα εισοδήματα των συνταξιούχων μειώθηκαν λιγότερο από το μέσο εισόδημα του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, οι ηλικιωμένοι είναι το μόνο τμήμα του πληθυσμού για το οποίο υπάρχει κάποια μορφή Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος (κατώτατες συντάξεις, σύνταξη ανασφαλίστων, ΕΚΑΣ). Επομένως, αντίθετα από ό,τι αναφέρεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι στα χρόνια της κρίσης το ποσοστό φτώχειας των ηλικιωμένων είναι χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2010 ήταν πράγματι γενναία αλλά οι συνέπειες των μακροοικονομικών εξελίξεων –υπέρμετρη αύξηση της ανεργίας, σημαντική πτώση μισθών και εισφορών, μείωση του ποσοστού ασφαλιστικής συμμόρφωσης, συνταξιοδότηση μεγάλου αριθμού εργαζομένων –και ιδίως η αρνητική πορεία της οικονομίας το 2015 την κατέστησαν ανεπαρκή. Ως αποτέλεσμα, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα (16%) παραμένει μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ, ενώ τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού που επιβαρύνουν τους φορολογουμένους παρέμειναν θεόρατα –σήμερα βρίσκονται κοντά στο 8% του ΑΕΠ. Παρεμπιπτόντως, αντίθετα με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, η επίδραση του PSI στη χρηματοδοτική ικανότητα του συστήματος ήταν πολύ μικρή (πολύ χαμηλότερη από 0,5% του ΑΕΠ). Ενώ αρχικά σχεδιαζόταν μια σχετικά μικρή περικοπή των επικουρικών συντάξεων ώστε τα επικουρικά ταμεία να μη δημιουργούν ελλείμματα (όπως, άλλωστε, προβλέπουν τα καταστατικά τους), ο εκτροχιασμός του ελλείμματος ανάγκασε την κυβέρνηση να συμφωνήσει σε περικοπή συντάξεων ίση με 1% του ΑΕΠ για την τρέχουσα περίοδο, αλλά και στην εισαγωγή ενός νέου ασφαλιστικού νόμου.
Οι ρυθμίσεις που παρουσίασε η κυβέρνηση χωρίς ποσοτικοποιημένες εκτιμήσεις –είναι αμφίβολο αν τα προτεινόμενα μέτρα πλησιάζουν τους επιδιωκόμενους στόχους –ρίχνουν το βάρος της προσαρμογής κυρίως σε όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα τρία χρόνια και σε εκείνους που λαμβάνουν σχετικά υψηλές συντάξεις. Επίσης, προτείνεται η αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Δεν είναι καθόλου προφανές γιατί το κόστος θα πρέπει να το επωμισθούν μόνο οι νέοι συνταξιούχοι ενώ η παραπέρα περικοπή συντάξεων δικαιούχων που έχουν καταβάλει υψηλές εισφορές και η πλήρης προστασία υπερανταποδοτικών συντάξεων που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής χαλαρώνει ακόμη περισσότερο τη σχέση εισφορών – παροχών και δίνει κίνητρα για εισφοροδιαφυγή. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και αυξάνει τα κίνητρα για «μαύρη εργασία».
Τέλος, η προτεινόμενη νέα δομή του Ασφαλιστικού είναι απλώς παραλλαγή της δομής που νομοθετήθηκε το 2010. Προβλέπει ενοποίηση των Ταμείων αλλά και ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους (ιδιαίτερα θετικό, παρά τις όποιες τεχνικές δυσκολίες), βασική («εθνική») σύνταξη και αναλογική σύνταξη με εντόνως κλιμακούμενα ποσοστά αναπλήρωσης. Τα κόμματα της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης αντέδρασαν αρνητικά στον νέο νόμο –και ιδιαίτερα στις περικοπές –χωρίς να αντιπροτείνουν κάποια εναλλακτική λύση, παρότι το καλοκαίρι είχαν ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο που προέβλεπε αυτές τις περικοπές.
Είναι οι αλλαγές επαρκείς για να σταθεροποιήσουν το σύστημα; Αυτό θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές εξελίξεις. Αν η οικονομία πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, οι παραπάνω τάσεις (ανεργία, μισθοί, ασφαλιστική συμμόρφωση κ.λπ.) θα αναστραφούν και νέες περικοπές δεν θα είναι αναγκαίες. Διαφορετικά…
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ