Ο Πρόσπερο είναι ο απόλυτος μάγος. Ελέγχει και καθοδηγεί όλα τα στοιχεία της φύσης. Η πλέον εντυπωσιακή τρικυμία στην έναρξη του έργου είναι δικό του δημιούργημα. Αφού σκοτεινιάσει τον ουρανό, καλεί τους επαναστάτες ανέμους και «ανάμεσα στην πράσινη θάλασσα και στον γαλάζιο θόλο» προκαλεί «μαινόμενο πόλεμο». Ανάβει φωτιά στους κεραυνούς, καλεί ξωτικά και πνεύματα, τρέλα και πόνο προκαλεί στους εχθρούς του, κανένας δεν τολμάει να του αντισταθεί. Η ίδια η κόρη του, η Μιράντα, θεωρεί τον πατέρα της προικισμένο με θεϊκές δυνάμεις.
Τις δυνάμεις αυτές βέβαια δεν τις είχε από γεννησιμιού του ο Πρόσπερο. Τις απέκτησε έπειτα από χρόνια απομόνωσης και μελέτης, ατέλειωτα μερόνυχτα αγκαλιά με τους πολύτιμους τόμους της βιβλιοθήκης του. Τα βιβλία τον έκαναν σοφό, του έμαθαν τη γνώση του κόσμου. Για την αγάπη τους όμως έχασε το δουκάτο του: ενώ έμενε χωμένος στις σελίδες τους, ο αδελφός του, Αντόνιο, στον οποίο είχε αναθέσει τη διοίκηση του Μιλάνου, συνωμότησε με τους εχθρούς του. Ο Πρόσπερο και η τρίχρονη τότε Μιράντα τράπηκαν σε φυγή με ένα καρυδότσουφλο και ξεβράστηκαν σε τούτο το «ακατοίκητο νησί» όπου λαμβάνει χώρα όλη η δράση της «Τρικυμίας».
Δώδεκα χρόνια πέρασαν πατέρας και κόρη ξεκομμένοι από τον κόσμο. Οχι όμως και από τον πολιτισμό, εφόσον ο Πρόσπερο κατάφερε, με τη βοήθεια του πιστού αυλικού Γκονζάλο, να διασώσει τα βιβλία του –ένα μέρος φυσικά. Ο πικραμένος δούκας αφοσιώθηκε ολόψυχα στην εκπαίδευση της νεαρής Μιράντας. Της έδωσε αστείρευτη στοργή και άλλη τόση μόρφωση: η Μιράντα αποδείχθηκε το μεγαλύτερο θαύμα του. Το χαμόγελό της τον κράτησε ζωντανό, του έδινε κουράγιο κάθε φορά που εκείνος λιποψυχούσε. Και τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να λυθούν τα μάγια της απομόνωσης. Η τρικυμία φέρνει τους παλιούς εχθρούς στο τερέν του μάγου που θα εκπονήσει εντυπωσιακό σχέδιο εκδίκησης. Στο τέλος η οργή θα δώσει τη θέση της στη συγχώρεση, ο Πρόσπερο θα απαρνηθεί το ραβδί και τη μαγική βίβλο του προκειμένου να επιστρέψει στην κοινωνία των ανθρώπων –ως άνθρωπος πλέον κι αυτός και όχι ως άτεγκτος φορέας υπερφυσικών δυνάμεων.
Ενας πατέρας, μία κόρη και ένα «νησί». Στη διασκευή του Οσκαρας Κορσουνόβας ο πρώτος είναι ένας αυτοεξόριστος διανοούμενος, η δεύτερη μια έφηβη με ειδικές ανάγκες και το τρίτο ένα διαμέρισμα με πολλά βιβλία. Σε ανύποπτες στιγμές προβάλλονται στην τηλεόραση διαγγέλματα του Γεώργιου Παπαδόπουλου, του δικτάτορα (χμ, το πήραμε το μήνυμα). Ο δύσμοιρος πατέρας τρέφει φανερή λατρεία στη θυγατέρα του και κάνει το παν για να τη διασκεδάσει. Φτάνει να σκηνοθετεί ολόκληρες παραστάσεις προκειμένου να ξυπνάει το γέλιο της. Μία από αυτές, αγαπημένη του κοριτσιού, είναι «Η τρικυμία» του Σαίξπηρ. Μαζί ερμηνεύουν όλους τους ρόλους. Τα ταπεινά οικιακά αξεσουάρ καθίστανται συνεργοί τους. Το καρό μπουρνούζι μεταμορφώνεται σε μαγικό μανδύα και το σφαιρικό βαράκι γυμναστικής σε κουφάλα δέντρου ή σε χειροπέδη. Τον παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον «σπιτίσιο» Σαίξπηρ τους οι δύο συντελεστές. Ανεβοκατεβαίνουν στα έπιπλα, χορεύουν, αλλάζουν κοστούμια…
Ακούγεται γοητευτική η ιδέα του λιθουανού σκηνοθέτη, ο οποίος, επηρεασμένος από τον θεωρητικό Γιαν Κοτ (βλέπε «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας»), επιχειρεί μέσα από τη διασκευή του να προσδώσει πολιτική διάσταση στο εγχείρημα. «Η παράστασή μας δεν είναι πολιτική. Αλλά το πραγματικό, το αληθινό θέατρο δεν μπορεί να μην είναι πολιτικό. Δεν είναι φτιαγμένο για την πολιτική αλλά την ειρωνεύεται» σημειώνει ο Κορσουνόβας στο πρόγραμμα. Δυστυχώς η πρόθεση αυτή δεν αποκτά σάρκα και οστά. Τα σποτάκια του Γ. Παπαδόπουλου ή «Η Λίμνη των Κύκνων» από το Μπαλέτο της Μόσχας (σύμβολο πολιτιστικού ιμπεριαλισμού στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες) ως «χαλί» στην οθόνη δεν στέκονται αρκετά για να δημιουργήσουν κλίμα υπονόμευσης. Αλλά ούτε η συνολική προσέγγιση, όπως αποδεικνύεται, διαθέτει άλλον χαρακτήρα πέρα από τον προφανή: το θέατρο-μέσα-στο-θέατρο δύο μοναχικών ηρώων. Πράγμα που διαπνέεται θεωρητικά από μια γόνιμη μελαγχολία, στην πράξη όμως διαγράφεται όλο και λιγότερο ικανοποιητικό όσο περνάει η ώρα. Εχουμε, δηλαδή, μια ωραία ιδέα και δύο πολύ καλούς ηθοποιούς, τον Λαέρτη Μαλκότση και την Ιωάννα Παππά, που πασχίζουν τα μάλα να την υλοποιήσουν. Μοιάζουν όμως χαμένοι κι αυτοί, εφόσον τους λείπει ο βαθύτερος στόχος προς τον οποίο να πορευτούν.
Δεν φεύγουμε σοφότεροι όσον αφορά τα νοήματα του έργου, για να το πω διαφορετικά. Αντιθέτως, με πολλές απορίες: Για ποιον λόγο ο Φερντινάντο, νεαρός αγαπημένος της Μιράντα και εξίσου αθώος με εκείνη, παρουσιάζεται ως χαζοχαρούμενος γκέι νάρκισσος; Για ποιον λόγο ο Κάλιμπαν, αυτός ο τόσο αυθεντικός και σκοτεινός ήρωας, συρρικνώνεται σε έναν χαζούλη κλόουν που παίζει με την ηλεκτρική σκούπα; Αστοχες, απλουστευτικές επιλογές που ούτε γέλιο εξασφαλίζουν ούτε κανένα θεατρικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν. Και τι θέλει να πει ο ποιητής όταν «συλλαμβάνει» τη Μιράντα τού σήμερα ως παιδί με ειδικές ανάγκες; Για να τη δείξει στη συνέχεια να «απελευθερώνεται» κινησιολογικά μέσα από τη θεατρική πράξη; Δεν είναι κι αυτό ένα ακόμη κλισέ;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ