Τους είδα από µακριά, μαζεμένους στην είσοδο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Ηταν καθισμένοι στα σκαλιά. Στην αρχή σκέφτηκα πως μάλλον επρόκειτο για καλεσμένους στην εκδήλωση που πήγαινα κι εγώ. Δεν θα είχαν ανοίξει ακόμη οι πόρτες. Πλησιάζοντας, είδα πως ήταν ρακένδυτοι. Πρόσφυγες; Οχι. Ο ένας έκανε ένεση στον άλλον, εκεί, στο μισοσκόταδο. Ο τρίτος είχε κατεβάσει τα εσώρουχά του και έμπηγε μόνος τη σύριγγα στα γεννητικά του όργανα. Οι υπόλοιποι ζέσταιναν την πρώτη ύλη στο κουταλάκι, με έναν αναπτήρα, για να περάσουν στο επόμενο στάδιο. Εγώ, πάλι, έπρεπε να περάσω ανάμεσά τους για να μπω στην αίθουσα. Δεν τόλμησα. Αποφάσισα να πάω στην πίσω πλευρά του κτιρίου, ίσως να ήταν ανοιχτά από εκεί. Ευτυχώς ήταν. Μπαίνοντας, συνάντησα και άλλους καλεσμένους που σχολίαζαν σοκαρισμένοι την εικόνα.
Δεν ήταν κάτι καινούργιο, τέτοια ενσταντανέ της φρίκης βλέπω όλο και πιο συχνά. Γνώριζα, εξάλλου, τι γίνεται στον πεζόδρομο ανάμεσα στο Πνευματικό Κέντρο και τη Νομική: εμπόριο θανάτου, με τα ηρωινομανή «ζόμπι» να καταρρέουν κάτω από τα δέντρα. Θρίλερ η διέλευση της οδού Μασσαλίας. Οσο για το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, στη συμβολή της με τη Σόλωνος, δείχνει σαν να το τοποθέτησαν εκεί στο πλαίσιο μιας κακόγουστης φάρσας, ως σαδιστική υπενθύμιση της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης: οι δύο άγιοι που θεράπευαν κάθε ασθένεια χωρίς να δέχονται αμοιβή, αφήνουν τώρα δεκάδες νέους να πεθαίνουν στα σκαλιά τους. Γιατί δεν κάνουν το θαύμα τους; Γιατί θαύματα γίνονται μόνο στα παραμύθια. Εδώ, στη Μασσαλίας, ξετυλίγεται η πραγματική ζωή σε όλη της τη βαρβαρότητα.
Συγκέντρωσα την προσοχή µου σε αυτά που έλεγαν οι ομιλητές μέσα στην αίθουσα. Οταν η εκδήλωση ολοκληρώθηκε, κίνησα προς την μπροστινή πόρτα. «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις;» με ρώτησαν. Δεν ήμουν, αποφάσισα όμως πως είχα δικαίωμα να κυκλοφορώ στην πόλη μου ελεύθερα και όχι να μπαινοβγαίνω από την πίσω πόρτα σαν κλέφτης. Εξάλλου, δεν βρισκόμουν σε κάποιο καταγώγιο, από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων έβγαινα.
Πραγματοποίησα, λοιπόν, ηρωική έξοδο, σύγχρονος ελεύθερος πολιορκημένος, για να συναντήσω στα σκαλιά ακόμη πιο αποτρόπαιες εικόνες από εκείνες που με είχαν υποδεχτεί. Οι μερικοί είχαν γίνει πολλοί. Ξαπλωμένοι στα μάρμαρα, λεροί, ημίγυμνοι, με στόματα χάσκοντα, βαρούσαν ενέσεις, κοιτούσαν με μάτια γυάλινα το τίποτα. Πέρασα ανάμεσά τους προσπαθώντας να μην τους πατήσω. Στο τελευταίο σκαλί, ένας άνδρας που έμοιαζε 60 χρόνων, αλλά μπορεί και να ήταν 30, σήκωσε το κεφάλι του και ψέλλισε: «Φίλε, έχεις 50 λεπτά για μια τυρόπιτα;». Προσπέρασα. Τι να έκανα; Να του έδινα; Λένε πως δεν πρέπει. Ή πρέπει; Από τι τον προστατεύω όταν του αρνούμαι «50 λεπτά για μια τυρόπιτα»;
Γύρισα και κοίταξα ξανά το φωταγωγημένο Πνευματικό Κέντρο. Το φαντάστηκα να απογειώνεται σαν διαστημόπλοιο, να υπερίπταται της Κολάσεως και να δραπετεύει. Ξένο σώμα, ένα Πνευματικό Κέντρο, σε μια πόλη που παρακμάζει, αταίριαστο με το γενικό κλίμα. Υπάρχουν, βεβαίως, και εκείνοι που εξακολουθούν να βρίσκουν ελπίδα, ακόμη και ομορφιά, πίσω από την ασχήμια, κάτω από την τραγωδία. Τους ζηλεύω που τα καταφέρνουν, αυτό σημαίνει πως έχουν μεγαλύτερες αντοχές από εμένα. Μπορεί, πάλι, να διαθέτουν μεγαλύτερη αντίληψη, να καταλαβαίνουν κάτι που εγώ «δεν πιάνω» και τους επιτρέπει να αισιοδοξούν. Τη δική μου αισιοδοξία η Αθήνα, όπως κατάντησε, τη σκοτώνει. Ευχαρίστως θα έφευγα. Με αυτή τη σκέψη έφτασα στο (ακόμη) φωταγωγημένο Σύνταγμα. Ομως, ποια γιορτή; Ποια χαρά; Ποιο νέο έτος και πόσο ευτυχισμένο μπορεί να είναι; Και τι άλλο να ευχηθείς, αν όχι να γίνει ένα θαύμα; Δεν γίνονται, όμως, είπαμε, θαύματα. Δεν γίνονται!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ